Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Η περί μύθων μυθοπλασία

("Ἐφημερίδα τοῦ Κ.Σ.Μ."/τεῦχος 171/Ἀπρίλιος 2014)

Προμύθιον
Έχει πλέον καταστεί αναπόσπαστο τελετουργικό στοιχείο κάθε επετείου η αναφορά στους μύθους (με ή χωρίς εισαγωγικά) που συνδέονται με αυτήν και η αμφισβήτησή τους. Από αυτή την παράδοση δεν θα μπορούσε να ξεφύγει ούτε ο πρόσφατος εορτασμός της 25ης Μαρτίου. Βδομάδες νωρίτερα άρχισαν τα (ων ουκ έστιν αριθμός χάρις στα ηλεκτρονικά μέσα) δημοσιεύματα για την απομυθοποίηση δήθεν αληθειών σχετικά με τον ξεσηκωμό του ’21 με ευρύτατη διάδοση και αποδοχή. Ως συνήθως δε τα προσφιλέστερα θέματα αποτέλεσαν η ύπαρξη ή μη του “κρυφού σχολειού” και η ιστορικότητα της κήρυξης της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου του 1821 στην Αγία Λαύρα.
Επί της αρχής η αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων και παραδεδομένων και η συνακόλουθη αναζήτηση της αλήθειας αποτελούν μία υγιά αντίδραση μιας κοινωνίας. Όπως το είχε διατυπώσει ο Διονύσιος Σολωμός: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές». Άλλωστε, η αμφισβήτηση της αυθεντίας αποτελεί πανάρχαια ελληνική πρωτότυπη παράδοση, όπως το έχει θέσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Το ερώτημα "Γιατί η παράδοσή μας είναι αληθινή και καλή; Γιατί η εξουσία του Μεγάλου Βασιλέως είναι απαράβατη;" όχι μόνο δεν διατυπώνεται σε μία αρχαϊκή κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να διατυπωθεί σε αυτήν, δεν έχει νόημα. Η Ελλάδα έδωσε υπόσταση σ’αυτό το ερώτημα, το δημιούργησε εκ του μηδενός.». Τον επιβεβαιώνει, άλλωστε, ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ο οποίος διατεινόταν κάπου είκοσι πέντε αιώνες νωρίτερα: «Η πατροπαράδοτη, λοιπόν, και πανάρχαιη αντίληψη που μας παραδόθηκε από τους προγόνους μας μέχρις αυτού του βαθμού μόνο είναι προφανής για εμάς (η μεν ουν πάτριος δόξα και η παρά των πρώτων επί τοσούτον ημίν φανερά μόνον.)».
Επί της αρχής, λοιπόν, ουδεμία αντίρρηση. Επιφυλάξεις, ωστόσο, αναφύονται σχετικά με την σκοπιμότητα ορισμένων αμφισβητήσεων, την επιλογή της χρονικής στιγμής που θα προβληθούν και, κυρίως, σχετικά με τον ειλικρινή ενστερνισμό από τους αμφισβητίες της ανάγκης επανεξέτασης των μύθων, δηλαδή όλων των μύθων (πάντα με ή χωρίς εισαγωγικά) και όχι ορισμένων, με τους οποίους γαλουχείται μια κοινωνία.
Ως προς την σκοπιμότητα οι μύθοι που επικρατούν μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που διαστρεβλώνουν την ιστορία και σε αυτούς που, απλά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχουν έναν συμβολικό χαρακτήρα. Η ανασκευή των πρώτων είναι αναγκαία για να εξαλειφθούν οι παρενέργειες της στρεβλής εικόνας που απορρέει από αυτούς. Για τους δεύτερους η φασαρία ενδέχεται να είναι περιττή ή άκαιρη.
Παραμύθιον
Με αυτήν την λογική η αποκάλυψη σε ένα κοινό πέρα από έναν στενό κύκλο ειδημόνων γεγονότων, όπως οι αγριότητες, στις οποίες επιδόθηκαν οι εκπορθητές της Τριπολιτσάς, θα ήταν επιβεβλημένη και θα είχε νόημα, γιατί θα φώτιζε μια σκοτεινή πλευρά της δράσης των εξεγερμένων και θα εξηγούσε εν μέρει και τις μετέπειτα εξελίξεις. Το ίδιο και η εμπέδωση του γεγονότος ότι η Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια και δεν θα είχε πιθανότατα μία ευτυχή κατάληξη αν δεν επεμβαίνανε οι (τρισκατάρατες για πολλούς) Μεγάλες Δυνάμεις. Η συνειδητοποίηση αυτής της ιστορικής πτυχής ίσως να προφύλασσε την κοινή γνώμη των μεταγενεστέρων από τον συμπλεγματικό αντιδυτικισμό που την διακατέχει.
Αντίθετα, η αποδόμηση του μύθου του “κρυφού σχολειού” δεν θα προσέφερε και πολλά σε πρακτικό επίπεδο, πέρα από μία ικανοποίηση στους καθαρολόγους της ιστορίας και στους εξ επαγγέλματος αποδομιστές, καθώς ο μύθος θα μπορούσε να θεωρηθεί κάλλιστα ως συμπύκνωση σε έναν συμβολισμό των δυσχερών συνθηκών εκπαίδευσης των παιδιών επί τουρκοκρατίας. Το ίδιο και η αποκατάσταση της αλήθειας σχετικά με το κατά πόσο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο στην Μονή Αγίας Λαύρας στις 25 Μαρτίου 1821 και κατά πόσο αυτή η ενέργεια σηματοδότησε την έναρξη του Αγώνα. Άλλωστε, κανείς δεν αμφισβητεί ότι είχαν προηγηθεί κάποιες πολεμικές αψιμαχίες και επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και, κυρίως, η κατάληψη της Καλαμάτας δυο μέρες νωρίτερα. Απλά, υπήρχε ανάγκη συμβολικής καθιέρωσης και αναπαράστασης της έναρξης του ξεσηκωμού που θα έπρεπε να ικανοποιηθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Κάποιοι άδραξαν την ευκαιρία και επιβάλανε την εκδοχή που τους ευνοούσε και την ευνοούσε (συμβολικά) ο συνεορτασμός με μια σημαντική θρησκευτική εορτή. Πολύ πιθανόν, αν είχε επικρατήσει τότε η μεταγενέστερη “μεσσηνιοκρατία”, η έναρξη της “εθνεγερσίας” να γιορταζόταν στις 22 ή 23 Μαρτίου. Πάντως, αποκλείεται να είχε επιλεγεί, όπως ίσως έπρεπε, η επέτειος της ύψωσης του λαβάρου της επανάστασης στο Ιάσιο στις 24 Φεβρουαρίου 1821. Η τοποθεσία βρίσκεται εκτός ελληνικής επικράτειας και το “ετερόχθον” ελληνικό στοιχείο της ευρύτερης περιοχής δεν είχε ποτέ επαρκή πολιτική επιρροή για να διεκδικήσει τα πρωτεία από το κατεστημένο του “αυτόχθονος” στοιχείου. Χώρια, που το λάβαρο που ύψωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μοιάζει υπερβολικά με τις σημαίες της Συρίας, του Ιράκ και του Κουβέιτ, ενώ σε μία από τις εκδοχές του το κοσμούσε το “πουλί” της χούντας!
Εξάλλου, με ανακριβείς μύθους δεν τρέφεται μόνον ο ελληνικός λαός. Οι σοβιετικοί και οι σοβιετόφιλοι, για παράδειγμα, έζησαν επί σχεδόν εβδομήντα χρόνια με τον “μύθο” της απεικόνισης της επιδρομής στα Χειμερινά Ανάκτορα (στις 25 Οκτωβρίου του 1917) στην (εμφανέστατα στημένη) φωτογραφία μιας αναπαράστασης (από αυτές που αρέσουν στα ολοκληρωτικά καθεστώτα) του γεγονότος το 1920! Η δε πλειοψηφία των γάλλων εξακολουθεί να διατηρεί μια διαφορετική εκδοχή για την κατάληψη της Βαστίλλης κατά την Γαλλική Επανάσταση, από αυτήν που προκρίνουν νεώτεροι ιστορικοί, κατά τους οποίους στα κελλιά της δεν βρίσκονταν παρά μόνο λίγοι ποινικοί.
Πρόσθετα, η ανακίνηση ενός ζητήματος αυτής της φύσης μπορεί να είναι άκαιρη. Για παράδειγμα, δεν θα ήταν αποτελεσματική και, αντίθετα, θα προκαλούσε τα δυσπιστία σχετικά με τη σκοπιμότητά της σε περίοδο (έστω και κακώς νοούμενης) εθνικής έξαρσης ή εάν δεν υπήρχε μία αμοιβαιότητα, σε περίπτωση που σχετιζόταν με διατυμπάνιση ανάλογων ή αντίπαλων μύθων από μια άλλη πλευρά. Σε αυτές τις περιπτώσεις το ουσιαστικό θα ήταν η επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής.
Ψιμύθιον
Εκείνο, ωστόσο, που προβληματίζει είναι το κατά πόσο όσοι επιχειρούν να αποσκορακίσουν την ιστορία από μυθεύματα ενδιαφέρονται για πραγματική και ολοκληρωτική κάθαρση από αυτά ή για εξοβελισμό μόνον εκείνων που τους ενοχλούν. Δυστυχώς, πλήθος από περιστατικά καταδεικνύει την μεροληψία των πολλών (και την ειλικρίνεια των ολίγων). Ο καθένας θέλει να καταρρίψει την μυθολογία του άλλου, αλλά να διατηρήσει ανέπαφη την δική του! Και έτσι καλλιεργεί μία μυθοπλασία περί της νοσηρότητας των μύθων της απέναντι όχθης!
Είναι χαρακτηριστική (και άκρως αποκαλυπτική) η περίπτωση ατόμων που εξανίστανται τόσο με εκείνους που προβάλλουν την “επίσημη” και όχι την “επιστημονική” ιστορία σχετικά με το ’21 και το ’40, όσο και με αυτούς που κάνουν έστω και έναν υπαινιγμό για τις πραγματικές (κατ’αυτούς) διαστάσεις του Πολυτεχνείου. Και κατατάσσουν ανενδοίαστα και συλλήβδην, κατά την προσφιλή τους πρακτική της ιδεολογικής τρομοκρατίας, αυτούς που εκφράζουν μία, έστω και ελαφρά, διαφορετική άποψη από την δική τους σε προκατασκευασμένες βδελυρές “κατηγορίες” για να καταρρακώσουν το κύρος τους! Για αυτούς, επιβάλλεται ως προς μεν το πρώτο σκέλος η αποδοχή τεκμηριωμένων αληθειών, ενώ για το δεύτερο το απυρόβλητο του “φωτοστέφανου” που το περιβάλλει.
Ανάλογη (αλλ’αντίρροπη) είναι και η περίπτωση αυτών που ανασκαλεύουν ακατάπαυστα την εικόνα των αγνών αντιστασιακών με την οποία περιβάλλουν εαυτούς οι κομμουνιστές, μα δεν αφήνουν περιθώριο για συζήτηση για την ανάδειξη της τουλάχιστον αμφίσημης στάσης της ορθόδοξης ιεραρχίας απέναντι στην επανάσταση του ’21. Το ότι οι πρώτοι υπερτερούν ποσοτικά οφείλεται απλά στην μεταπολιτευτική κυριαρχία της αριστερής ιστοριογραφίας (και όχι μόνον) και των ιδεοληψιών που έχει καλλιεργήσει. Οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, δικαιολογούν το ότι: «υπάρχουν ακόμα στη χώρα μας κάποιοι έξαλλοι φανατικοί που εξακολουθούν να πιστεύουν πως η σφαγή των Πολωνών στο Κατίν πραγματοποιήθηκε από τους ναζί και όχι από τους σοβιετικούς», όπως έγραφε πρόσφατα ο Νίκος Μαραντζίδης!
Έτσι, σχολιαστής που θεωρεί (ορθά εν πολλοίς) πως: «Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο διαθέτουμε δύο (και πάλι: τουλάχιστον) ιστορίες: τη σχολική, την “ορθή” που ταυτίζεται με την επίσημη, την κρατική, ας πούμε την καταγόμενη από τον Παπαρρηγόπουλο, και την επιστημονική. Στην επιστημονική παραχωρούμε το δικαίωμα να είναι πιο ανήσυχη, να έχει λιγότερες σιγουρίες και πιο πολλές αμφιβολίες. Και, βασισμένη στην έρευνα (που δεν σταμάτησε στον Παπαρρηγόπουλο, ούτε βέβαια στον Ηρόδοτο), να έχει εντελώς διαφορετικές σιγουριές από τις ενδοσχολικά, ενδοεκκλησιαστικά και ενδοστρατιωτικά διακινούμενες. Αρκεί να μην τις ανακοινώνει.», κατακεραυνώνει με περισσή ευκολία όσους δεν αποδέχονται την (με την ίδια λογική «ενδοαριστερίστικα και ενδοκομματικά διακινούμενη») απόλυτη αλήθεια για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, δεδομένου ότι: «Και η εθελοτυφλία ακόμα, κομμάτι της Ιστορίας είναι.». Στην περίπτωσή του, το πρόβλημα δεν είναι η ορθότητα ή μη της μιας ή της άλλης άποψης για κάθε θέμα, αλλά ο ανενδοίαστος σχετλιασμός τόσο αυτών που αγκιστρώνονται στη «σιγουριά» που δεν αποδέχεται όσο και αυτών που αμφισβητούν τη «σιγουριά», στην οποία έχει αγκιστρωθεί ο ίδιος. Και το αποδεικνύει ως διαδοσίας του πλέον ανυπόστατου σύγχρονου μύθου: της απόδοσης της σημερινής κακοδαιμονίας της χώρας στα λάθη που παρεισέφρησαν στα Μνημόνια με ευθύνη της Τρόικας, την οποία αποκαλεί «μητέρα όλων των λαθών», υιοθετώντας την εκτίμηση του ισπανού επικριτή της Αλεχάνδρο Θέρκα ότι έδρασε περισσότερο σαν: «χασάπης που κόβει με μεγάλο μαχαίρι μεγάλα κομμάτια κρέατος, παρά σαν χειρούργος που γνωρίζει την ανατομία και είναι πολύ προσεκτικός στο τι μπορεί να κόψει», αλλά παραβλέποντας το σκέλος της ότι η εγχείρηση ήταν απαραίτητη εκεί που είχαν φτάσει οι ασθενείς (μεταξύ των οποίων και η χώρα) χωρίς να επιχειρήσουν μόνες τους να βρουν τη γιατρειά τους!
Παρένθεση: η επιλογή του συγκεκριμένου σχολιαστή για παράδειγμα δεν έχει χαρακτήρα προσωπικής καταγγελίας, αλλ’οφείλεται κυρίως στο ότι διαπρέπει στην θεωρητικοποίηση της ανάγκης αποθηλασμού της κοινωνίας από τους μύθους (που δεν συμμερίζεται ο ίδιος εννοείται).
Επιμύθιον
Το πρόβλημα που θέτουν και οι δύο ομάδες δεν είναι το κατά πόσον κατά περίπτωση έχουν δίκιο, αλλά το ότι αποδέχονται την à la carte δυνατότητα να θιγούν τα “κακώς κείμενα”. Και το ότι, κατά τις ιδεοληπτικές προκαταλήψεις τους, πιστεύουν ότι η ιστορία σε άλλα σημεία έχει οριστικοποιηθεί και σε άλλα παραμένει ρευστή. Κι όμως, πάει καιρός από τότε που ο Νίκος Σβορώνος έγραφε ότι: «το πραγματικό ιστορικό έργο κάθε εποχής συλλαμβάνει ένα μέρος, ορισμένες όψεις της πολυσύνθετης πραγματικότητας, η οποία κατακτάται μόνο με συνεχείς προσεγγίσεις που δεν είναι ποτέ οριστικές.»! Αυτή η ρευστότητα ή ισχύει γενικά ή δεν ισχύει. Δεν μπορεί να ισχύει επιλεκτικά.
Αν, λοιπόν, θεωρείται απαραίτητο να αναθεωρηθεί η κατεστημένη άποψη περί του “κρυφού σχολειού”, της ύψωσης του λαβάρου του Αγώνα στην Αγία Λαύρα ή της στάσης του Πατριαρχείου απέναντι στην Φιλική Εταιρεία, είναι εξίσου σκόπιμο να εξετασθούν και ορισμένα άλλα γεγονότα υπό αιρετικό βλέμμα. Όπως, για παράδειγμα, ο ρόλος της εξωραϊσμένης επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, του Συντάγματος στο οποίο κατέληξε κ.λπ. Ήταν μια γνήσια λαϊκή εξέγερση ή ένα στρατιωτικό κίνημα; Στόχευε στην κατάλυση της οθωνικής-βαυαρικής απολυταρχίας ή στο (ανομολόγητο) καπάρωμα μέρους τουλάχιστον της εξουσίας (και των προσόδων που συνεπάγεται) από προνομιούχες ομάδες και σε μία (δεύτερη χρονικά αλλ’όχι τελευταία) υπονόμευση του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας; Μήπως έχει δίκιο ο Κώστας Κωστής που υποστηρίζει ότι: «Ανεξαρτήτως όλων αυτών, η 3η Σεπτεμβρίου έρχεται να δώσει ένα μερίδιο εξουσίας στις προυχοντικές ομάδες και από την άποψη αυτή δεν θα μπορούσε παρά να ιδωθεί ως ένα κίνημα που εξέφραζε τις τοπικές ολιγαρχίες.» και «Στην πραγματικότητα αν, όπως ήδη αναφέρθηκε, με το Σύνταγμα του 1844 οι προυχοντικές ομάδες πετυχαίνουν να αποκτήσουν ένα μερίδιο της εξουσίας, με εκείνο του 1864 κατορθώνουν πλέον να την ιδιοποιηθούν στο ακέραιο: το 1864, πριν από οτιδήποτε άλλο, είναι ο θρίαμβος της πολιτικής ολιγαρχίας, η ευόδωση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας όπως τον είχαν δει οι ηγέτες του.», εξελίξεις που σηματοδοτούν την γένεση του πατρωνικού/πελατειακού κράτους και πολλών άλλων δεινών του νεοελληνικού κράτους;
Όπως, για παράδειγμα, το ποιόν ορισμένων “λαϊκών” ηρώων. Όπως του καθαγιασμένου Στρατηγού Μακρυγιάννη, ο οποίος, μεταξύ τόσων άλλων, αγορεύοντας για το ζήτημα των “ετεροχθόνων” ομολογεί τελείως κυνικά: «Από τον πατριωτισμό μας εσαπίσαμεν το σπίτι μας· μας φθάνει πλέον ο πατριωτισμός. Ας αγκαλιάσωμεν τον βασιλέα μας να φκιάσωμεν το σπίτι μας. Αυτοί εκάθησαν τόσα χρόνια και έτρωγαν ψωμί και έφεραν την πατρίδα μας άνω-κάτω. Ας καθίσωμεν τώρα και ημείς να φάγωμεν ψωμί,»!
Θα πρόσφερε όντως μεγάλη υπηρεσία στην ελληνική κοινωνία ο απογαλακτισμός της από (χωρίς εισαγωγικά πλέον) μύθους, εξαιτίας των οποίων ζει σε μια εικονική πραγματικότητα, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις· κυρίως δε υπό την προϋπόθεση ο μεν απογαλακτισμός να μην είναι επιλεκτικός, η δε ελευθερία της αμφισβήτησης να είναι αμφίπλευρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου