Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΟΣΟΠΟΥΛΟΣ: Γλωσσική συμφιλίωση

(“Ἐφημερίδα τοῦ Κ.Σ.Μ.”/Τεῦχος 177/Ἀπρίλιος 2015)
 
Τό ἄρθρο αὐτό εἶχε τυπωθῆ σέ κλισέ πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαϊων. Τήν Κυριακή ὅμως ἐκείνη δέν εἶδα νά προβάλλεται ἡ ἐκπομπή «Φταῖνε οἱ λέξεις». Οὔτε καί τήν ἑπομένη. Ἀνησύχησα καί ἔστειλα ἕνα ἠλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) στόν κ. Μπαμπινιώτη. Μοῦ ἐπεστράφη ὡς ἀνεπίδοτο. Τόν πῆρα στό τηλέφωνο, ἀλλά βγῆκε ἡ γραμματέας του καί τῆς ἐξήγησα τί θέλω, ἀφήνοντάς της τόν ἀριθμό μου. Ἐκεῖνος δέν μοῦ ἀπήντησε. Τήν Κυριακή 12 Ἀπριλίου, ἡ ΕΡΤ, ἤ ὅπως τήν λένε τώρα, εἶχε πάλι τό «Φταῖνε οἱ λέξεις», χωρίς νά δώση ἐξηγήσεις γιατί εἶχε διακόψει αὐτήν τήν ἐκπομπή. Ἡ καρδιά μου ξαναγύρισε στήν θέση της καί μοῦ μένει τό παράπονο γιά τήν μή-ἀπάντηση τοῦ κ. Μπαμπινιώτη.
 
Γίνεται μιά ἐκτεταμένη εἰσβολή τῆς Ἀμερικανικῆς στήν γλῶσσα μας. Θεωρεῖται αὐτονόητο, ὅτι ὁ κάθε ἀναγνώστης ἐφημερίδας καταλαβαίνει τήν κουτσουρεμένη λέξη info καί ὁ κάθε τηλεθεατής μιά ἐξειδικευμένη ἔκφραση ὅπως internal devaluation.
Ἡ ἐλάττωση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας στόν γλωσσικό τομέα εἶναι καί αὐτή μιά συνέπεια τῆς παγκοσμιοποίησης. Αὐτό ἀπό τήν ἄλλη μεριά ξυπνᾶ τόν πόθο τῆς ἐθνικῆς ἰδιοπροσωπίας. Γιά ἕναν χῶρο στόν ὁποῖο νά μήν μπορεῖ νά εἰσχωρήση καμμιά Τρόϊκα. Πού εἶναι ἀποκλειστικά δικός μας.
Συμπτωματικά εἶδα μιά Κυριακή στή ΝΕΡΙΤ μετά τό ἀπογευματινό δελτίο εἰδήσεων τήν ἐκπομπή «Φταῖνε οἱ λέξεις», τήν ὁποίαν ἐπιμελεῖται ἡ κ. Βίκυ Φλέσσα καί κατευθύνει ὁ καθηγητής Μπαμπινιώτης. Ἔκτοτε δέν χάνω μέ τίποτε αὐτήν τήν ἐκπομπή. Καλεσμένος εἶναι κάθε φορά ἕνα πρόσωπο διαφορετικῆς εἰδικότητας, ἀλλά τό ὁποῖο ἀποδεδειγμένως ἔχει καλή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Τοῦ θέτουν ὁ κ. Μπαμπινιώτης καί ἡ κ. Φλέσσα γλωσσικά αἰνίγματα καί σπαζοκεφαλιές. Ἐγώ κερδίζω τήν ἐτυμολογική ἐξήγηση τῶν λέξεων πού χρησιμοποιῶ, τήν ἐκμάθηση τῶν τύπων διαφόρων τοπικῶν διαλέκτων, τήν ἀνακάλυψη τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς ξένων λέξεων πού ἔχουν περιληφθῆ στό λεξιλόγιο μας (τά λεγόμενα ἀντιδάνεια) καί γίνομαι μέ κάθε τέτοια ἐκπομπή πλουσιώτερος. Δέν εἶμαι γλωσσολόγος, οὔτε κἄν φιλόλογος. Ἐνδιαφέρομαι γιά τήν πολιτική διάσταση τοῦ γλωσσικοῦ διχασμοῦ καί στό παρόν σημείωμα παρέχω μιά περιληπτική ἀφήγησή του, προκειμένου νά συμβάλω, μέ τίς ἐρασιτεχνικές γνώσεις μου γιά τό ζήτημα, στήν ἐπίτευξη τῆς γλωσσικῆς μας ἑνότητας.
Στίς προαναφερθεῖσες τηλεοπτικές ἐκπομπές προβάλλονται συνεντεύξεις πού παίρνει στούς δρόμους ἕνα συνεργεῖο πού στέλνει ἡ κ. Βίκυ Φλέσσα. Ρωτᾶ ἐκείνους πού συναντᾶ τήν σημασία μιᾶς λέξης. Οἱ νέοι μπερδεύονται συχνά, οἱ μεγαλύτεροι κατά κανόνα δίνουν τήν σωστή ἀπάντηση.
Ἀποδεικνύεται πάντως ἡ ὕπαρξη μιᾶς εὐρύτατης κοινότητας πού θέλει νά μήν πεθάνη ἡ γλῶσσα μας. Καί ἡ ὁποία ἔχει πρωτίστως ἀποδεχθῆ ὅτι ἡ ἀντιμαχία καθαρεύουσας καί δημοτικῆς εἶναι πιά ξεπερασμένη. Ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ κ. Μπαμπινιώτη συνάγεται, ὅτι δέν εἶναι ἐπίμεπτη ἡ ἀνάμειξη τῶν δύο γλωσσικῶν τύπων. Αὐτό σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπό τά παλαιά πάθη καί ὁδηγεῖ πρός τήν γλωσσική ἑνότητα.
 
Ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν Παλιγγενεσία
Τήν ἑνότητα αὐτήν δέν εἴχαμε ποτέ μέχρι σήμερα.
Τά ἀρχαιοελληνικά φύλα εἶχαν τό καθένα τήν δική του διάλεκτο μέ διαφορές στήν προφορά τῶν φθόγγων. Ὅταν ἄρχισαν νά γράφουν, πῆραν ὡς βάση τήν γραφή τῶν Φοινίκων, ἡ ὁποία ἀποτύπωνε τίς λέξεις σέ συλλαβές, καί υἱοθέτησαν μιά γραφή, στήν ὁποίαν κάθε φθόγγος ἀποδιδόταν μέ ἕνα γράμμα. Ἔτσι προέκυψαν στίς «ἑλληνίδες πόλεις» ἀλφάβητα στά ὁποῖα τά γράμματα ἦταν παραπλήσια ἀλλά ὄχι τά ἴδια. Τό Θ π.χ. γραφόταν ἀλλοῦ ὡς Φ. Μέ τήν σειρά τους οἱ Ρωμαῖοι, ὅταν προχώρησαν στόν γραπτό λόγο υἱοθέτησαν τό ἀλφάβητο πού εἶχαν οἱ Κοῦμες, μιά γειτονική τους χαλκιδική ἀποικία, καί τό χαλκιδικό ἀλφάβητο ὡς λατινικό εἶναι ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο ἀπό αἰῶνες. Ἡ γραφή εἶναι μιά σύμβαση ἐπικοινωνιακή γιά τήν ἀπόδοση τῶν φθόγγων, ἀλλά ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς σύμβασης εἶναι μεγάλη.
Κατά τόν 5ο π.Χ. αἰώνα τό μεγαλεῖο τῆς Ἀθήνας τήν ἔκανε πνευματική πρωτεύουσα ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ὅλοι οἱ μορφωμένοι Ἕλληνες ἤθελαν νά μιλοῦν καί νά γράφουν ὅπως οἱ μορφωμένοι Ἀθηναῖοι. Γεννήθηκε ὁ ἀττικισμός, ὁ ὁποῖος διατηρήθηκε καί ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες εἶχαν ὑποταχθῆ στόν «ἄξεστο Ρωμαῖο», τόν ὁποῖον εἶχαν «κατακτήσει» μέ τήν κουλτούρα τους. Ἐπειδή ὅμως τά ἑλληνικά εἶχαν γίνει ἡ κοινή γλῶσσα τῆς ρωμαιοκρατούμενης Ἐγγύς Ἀνατολῆς, οἱ ξένοι πού τά σπούδαζαν εἶχαν δυσκολία στήν ἐκφορά τῶν λέξεων. Ποιό φωνῆεν εἶναι βραχύ καί ποιό μακρό. Γιά νά τούς μάθουν νά τίς προφέρουν σωστά οἱ ἀλεξανδρινοί γραμματικοί κατασκεύασαν τούς τόνους καί τά πνεύματα, γιά τά ὁποῖα γίνεται λόγος πιό κάτω.
Ἡ τάξη τῶν μορφωμένων βολεύτηκε τούς κατοπινούς αἰῶνες μέ τήν χρήση τῆς ἀττικῆς γλώσσας καί μέ ψήγματα λατινικῆς ὁρολογίας, ὁ κοσμάκης ὄχι. Ἁπλούστευσε τίς λέξεις στά μέτρα του, ἀντικαθιστοῦσε ἄλλες μέ ὑποθετικά συνώνυμα πού ταίριαζαν καλλίτερα στ’αὐτί (ὅπως τό κρασί ἀντί γιά οἶνος) καί ἑλληνοποιοῦσε ὅποια ξένη λέξη τοῦ φαινόταν ἐξυπηρετική. Φυσικά δέν ἐξέλειπαν οἱ τοπολαλιές.
Μεταξύ τῶν μορφωμένων δέν σταμάτησε ἡ γλωσσική ἀντιμαχία. Ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε ὅτι ἡ σωστή γλῶσσα τοῦ Γένους ἦταν αὐτή τῶν Εὐαγγελίων. Μιά βαθειά καθαρεύουσα χρησιμοποιοῦσε καί ὁ φαναριώτικος Διαφωτισμός. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά στίς τάξεις τῶν ἐκσυγχρονιστῶν λογίων ἐξαπλώθηκε ἡ ἀντίληψη, ὅτι οἱ λέξεις πού δέν χρησιμοποιοῦσε πιά ὁ λαός πρέπει νά ἐγκαταλειφθοῦν καί μοναδική γλῶσσα νά γίνη αὐτή πού μιλᾶ.
Ὁ σοφός Ἀδαμάντιος Κοραῆς, πού ἀγωνιζόταν γιά τήν πολιτιστική ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους προκειμένου νά ἐπιτύχη αὐτό τήν ἀπελευθέρωσή του, προσπάθησε νά γεφυρώση τήν διαφορά μεταξύ τῆς λόγιας καί τῆς λαϊκῆς γλώσσας ¨εἰς τό μέσον τῆς κλίμακος¨. Ἔκανε ἐχθρούς καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Οἱ μέν τόν ἐγκαλοῦσαν, ὅτι ἀπίστησε στήν ἐθνική παράδοση. Ὁ ἐξαίρετος λόγιος Νεόφυτος Δούκας ζητοῦσε νά αὐξάνουμε συνεχῶς τήν χρησιμοποίηση τῶν ἀρχαιοελληνικῶν γλωσσικῶν τύπων γιά νά ἐπιστρέψουμε «βαθμηδόν πρός τήν ἀρχαίαν». Οἱ ἄλλοι τόν κατηγοροῦσαν, ὅτι μέ τήν φτιαχτή γλῶσσα του ἔκανε ἀνάπηρη τήν δημοτική. Ἡ δεύτερη κατηγορία τοῦ προσάπτεται μέχρι τίς ἡμέρες μας.
 
Μετά τήν ἐθνική ἀπελευθέρωση
Οἱ διακηρύξεις τῆς Ἐπαναστάσεως καί ὅλα τά νομοθετήματα πού ἀκολούθησαν γράφηκαν στήν Καθαρεύουσα. Ἀπό τήν ὁποία διέφερε ριζικά ἡ γλῶσσα πού μιλοῦσαν οἱ συντάκτες αὐτῶν τῶν κειμένων στό σπίτι τους.
Οἱ Φαναριῶτες πού ἔγιναν ἡ ἄρχουσα τάξη στό ἐλεύθερο βασίλειο μετέφεραν τήν καθαρεύουσα τους καί στήν ποίηση καί στήν πεζογραφία. Μετά τήν ἕνωση τῆς Ἰονίου Πολιτείας μέ τήν Ἑλλάδα οἱ Ἑπτανήσιοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέκτησαν πολιτικό βάρος στήν Ἀθήνα, πρόβαλλαν ἔντονα τήν ἀπαίτηση νά καθιερωθῆ ἡ δημοτική στήν λογοτεχνία.
Ὁ ποιητής Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, προβεβλημένος λευκαδίτης πολιτικός ὁ ἴδιος, ἀπαγγέλλοντας τό ἐγκώμιο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε΄ κατά τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντα του τό 1871, ἐκφώνησε τό ποίημα του στήν δημοτική. Ἡ συγκίνηση πού προκάλεσε στήν παρισταμένη ἡγεσία τῆς χώρας ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς νομιμοποίησης τῆς δημοτικῆς στήν ποίηση.
Ἕνας μετά τόν ἄλλον οἱ ἑλλαδῖτες λογοτέχνες, ὅπως ὁ Παλαμᾶς καί ὁ Δροσίνης ἄρχισαν νά γράφουν τά ποιήματά τους στήν δημοτική. Γιά τά πεζά ἔμειναν πολλά χρόνια ἀκόμα στήν καθαρεύουσα.
Ὁρμητικό ἄνεμο ἀλλαγῆς σήκωσε ὁ ἑλληνογάλλος γλωσσολόγος Δημήτρης Ψυχάρης. Αὐτός ἤθελε τήν ὁλοσχερῆ κατάργηση τῆς καθαρεύουσας καί τήν πλήρη υἱοθέτηση τῆς δημοτικῆς σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Δέν εἶχε ὅμως γεννηθῆ καί μεγαλώσει στήν Ἑλλάδα καί τά ἑλληνικά τά εἶχε διδαχθῆ σάν ξένη γλώσσα. Ἡ ζωή του ἦταν στό Παρίσι, ὅπου ἦταν καθηγητής τῆς γλωσσολογίας. Στήν Ἑλλάδα (τήν ὁποίαν ἀγαποῦσε μέ πάθος) ἐρχόταν ὡς ταξειδιώτης καί τριγυρνῶντας τήν ὕπαιθρο υἱοθετοῦσε ἀνεξέλεγκτα τίς λέξεις πού ἄκουγε στά χωριά καί φορμάριζε τήν δημοτική κατά τήν ἀντίληψή του. Τό μήνυμά του εἶχε ἀπήχηση. Τό ἀσπάστηκε καί ὁ πολυδιαβαζόμενος συγγραφέας καί κοινωνικός κριτικός Ἐμμ. Ροϊδης, πού θεωρητικά ἦταν δημοτικιστής, ἀλλά ποτέ δέν ἔπαψε νά γράφη σέ αὐστηρή καθαρεύουσα. Οἱ λέξεις ὅμως πού κατασκεύασε ὁ Ψυχάρης ἀγνοήθηκαν.
 
Τό γλωσσικό βάφεται μέ αἷμα
Μετά τόν ἄτυχο πόλεμο τοῦ 1897 ἐπεκράτησε ὁ πόθος τῆς ἀνύψωσης τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ Ἔθνους. Ἡ βασίλισσα Ὄλγα πού ἦταν ἐξαιρετικά θεοσεβούμενη, σκέφθηκε ὅτι θά ἔπρεπε νά ἀναζητᾶ ὁ καθένας παρηγοριά καί φώτιση στό Εὐαγγέλιο. Ὁ Μαρκεζίνης στήν «Πολιτική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος» λέει, πώς φαίνεται ὅτι ἡ Ὄλγα πήγαινε στά νοσοκομεῖα νά ἐπισκεφθῆ τούς τραυματίες τοῦ πολέμου καί τούς μοίραζε τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς, ἔβλεπε, ὅτι ἦσαν εἰς θέσιν νά τό καταλάβουν στήν γλῶσσα πού ἦταν γραμμένο.
Ἡ Ὄλγα ἀποφάσισε, ὅτι θά πρέπει νά μεταφρασθῆ στήν καθομιλουμένη καί ἀνέθεσε τήν ἐργασία αὐτή σέ μία φιλόλογο. Ὅταν τελείωσε ἡ μετάφραση, τήν ὑπέβαλε στόν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν καί πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Προκόπιο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τήν μελέτησε τῆς εἶπε ὅτι εἶναι καλή καί νά τήν δημοσιεύση. Τύπωσε λοιπόν ἀρχικά 1000 ἀντίτυπα πού ἄρχισε νά τά μοιράζει ἐπιλεκτικά.
Ἀπευθύνθηκε στόν ὑπουργό τῆς Παιδείας καί τοῦ ζήτησε νά ἐκδόση ἐγκύκλιο μέ τήν ὁποία νά συνιστᾶ τήν διάδοση τοῦ μεταφρασμένου Εὐαγγελίου. Ὁ ὑπουργός ὅμως ἤθελε τήν ἔγκριση τῆς Ἱ. Συνόδου. Ἡ Ὄλγα ἔστειλε ἐπιστολή στήν Ἱ. Σύνοδο, ἡ ὁποία παρά τήν προηγηθεῖσα ἔγκριση τοῦ προέδρου της, μέ καθυστέρηση μηνῶν ἔδωσε στήν Βασίλισσα ἀρνητική ἀπάντηση.
Ἐκείνη ὅμως ἦταν ἐπίμονος ἄνθρωπος καί δέν πτοήθηκε καί ἀπό μιά δεύτερη ἀρνητική ἀπάντηση τῆς Συνόδου. Τύπωσε περισσότερα ἀντίτυπα τοῦ βιβλίου καί τά ἔθεσε σέ κυκλοφορία.
Κατά κακή σύμπτωση μερικούς μῆνες πρίν ἡ ἐφημερίδα «Ἡ Ἀκρόπολις» τοῦ πρωτοποριακοῦ Βλάσση Γαβριηλίδη, εἶχε ἀρχίσει νά δημοσιεύει μετάφραση τῶν Εὐαγγελίων ἀπό τόν ἀκραῖο δημοτικιστή Ἀλέξανδρο Πάλλη. Ἡ γλῶσσα του ἦταν τόσο ἀπίθανη πού μετέφραζε τόν Μυστικό Δεῖπνο σέ μυστικό τσιμποῦσι !  Ἡ κατακραυγή τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ ἀνάγκασε τόν Γαβριηλίδη νά διακόψη τήν δημοσίευση. Ἀλλά στήν κοινή γνώμη ἔμεινε ἡ ἀντίληψη, ὅτι κάθε μεταγλωττισμός τῶν Εὐαγγελίων εἶναι ἀνίερη πράξη.
Ἡ ἀγανάκτηση κατά τῶν μεταφράσεων τοῦ Εὐαγγελίου γενικεύτηκε. Γιά τήν Ὄλγα ἔλεγαν, ὅτι εἶχε χρηματοδοτήσει μέ ρούβλια τοῦ ξαδέλφου της τοῦ Τσάρου τήν μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου προκειμένου νά ἀποκαρδιώση καί νά διαιρέση τούς Ἕλληνες, ὥστε νά μήν μποροῦν νά ἀντισταθοῦν στήν ἐπέκταση τῆς Βουλγαρίας, πού προστάτευαν οἱ Ρῶσοι, στήν Μακεδονία. Ἡ Βασίλισσα λοιπόν εἶχε κάνει τήν πιό φρικτή προδοσία!
 Οἱ φοιτητές τήν νύχτα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1901 κλείστηκαν στό Πανεπιστήμιο καί κάλεσαν τόν λαό σέ συλλαλητήριο. Τό συλλαλητήριο ὁδήγησε σέ ταραχές. Ἡ κυβέρνηση εἶχε φέρει ἀπό τόν Ναύσταθμο ἕνα ἄγημα γιά τήν διαφύλαξη τῆς τάξης. Ἡ ἀναστάτωση ὅμως ἐξελίχθηκε σέ μάχη, κατά τήν ὁποία σκοτώθηκαν τρεῖς πολῖτες καί ὀκτώ φοιτητές καί τραυματίστηκαν πάνω ἀπό 80 πολῖτες καί στρατιῶτες.
Ἡ κυβέρνηση ὑποχρέωσε τόν Προκόπιο νά παραιτηθῆ. Ἀφορισμός τῆς Ὄλγας δέν ἔγινε, ὅπως ζητοῦσαν οἱ φοιτητές.
Δύο χρόνια ἀργότερα, τήν ἴδια ἡμέρα, ἡ Ἀθήνα ἀναστατώθηκε πάλι μέ ἕνα ἐπεισόδιο γιά τήν γλῶσσα. Παιζόταν στό Βασιλικό Θέατρο ἡ Ὀρέστεια τοῦ Αἰσχύλου μεταφρασμένη σέ λαϊκή γλῶσσα. Οἱ φοιτητές ξεσηκώθηκαν ἀπό τούς «γλωσσαμύντορες» τοῦ καθηγητῆ Γ. Μιστριώτη. Ἔγιναν ταραχές. Ἀπώλειες δύο νεκροί καί ἑπτά τραυματίες.
 
Τό Μακεδονικό
Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα τό βασικό ἐμπόδιο στήν ἐπέκταση τῆς χώρας στά ἐδάφη τῶν «ἀειμνήστων ἡμῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων» ἦταν ἡ διατήρηση τῆς Μακεδονίας ὑπό τόν τουρκικό ζυγό καί κυρίως ἡ προσπάθεια τῆς Βουλγαρίας νά κερδίση μέ τό μέρος της τόν λαό τῆς Μακεδονίας γιά τήν ὥρα πού θά κατέρρεε ἡ ὀθωμανική κυριαρχία.
Ἡ Βουλγαρία πού εἶχε ἀναβιώσει μέ ἐκστρατεία τῶν Ρώσων κατά τῆς Τουρκίας, ἀλλά περιορίστηκε ἀπό τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου (1877) στόν χῶρο πού τῆς εἶχαν χαρίσει οἱ Ρῶσοι, ἐπιχειροῦσε νά φθάση πάλι στό Αἰγαῖο καί ἔστελνε συμμορίες στό μακεδονικό ἔδαφος γιά νά ἀλλοιώσουν βίαια τό φρόνημα τῶν κατοίκων του. Αὐτό ἦταν ἀνάκατο, διότι ὑπό τό ὀθωμανικό καθεστώς στό ἔδαφος τῆς Μακεδονίας συνυπῆρχαν κάτοικοι ἑλληνικῆς γλώσσας καί συνείδησης καί κοινότητες σλαυϊκές, καί ἡ ὀρθοδοξία ἦταν τό συνδετικό τους στοιχεῖο. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει κατηγορηθῆ ὅτι ἀντί νά ἐξελληνίση τούς ὀρθόδοξους Σλαύους τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, κράτησε μόνο γιά τήν λειτουργία τά ἑλληνικά καί ἄφησε καθέναν νά μιλᾶ ὅποια γλώσσα θέλει – μέχρι τήν ἡμέρα πού ἀποσχίσθηκε ἡ βουλγαρική Ἐκκλησία, ὁπότε ἄδραξε τό λάβαρο τῆς ἑλληνικότητας. Οἱ χριστιανοί τῆς Μακεδονίας διαχωρίστηκαν σέ πατριαρχικούς καί ἐξαρχικούς.
Γιά τήν ἄμυνα κατά τῆς βίαιης καί αἱματηρῆς βουλγαρικῆς διείσδυσης ἔστειλε καί ἡ Ἀθήνα στήν Μακεδονία ἔνοπλα σώματα, τά ὁποῖα πλαισίωσαν οἱ ἐντόπιοι πατριαρχικοί, καί ἔτσι ἀκολούθησε ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας, ὁ ὁποῖος ἔκλεισε τό 1908 μέ τήν νίκη μας.
Λίγο ὅμως ἔλειψε νά τόν εἴχαμε χάσει στό ἐπίπεδο τῆς κουλτούρας. Στά ἑλληνικά σχολεῖα στήν πρώτη σελίδα τῶν ἀναγνωσματαρίων τους ὑπῆρχαν οἱ λέξεις ἴα καί ὠά, ἀντί γιά τούς μενεξέδες καί τά αὐγά, καί ὅλα τά διδακτικά κείμενα ἦταν γραμμένα σέ μιά δυσνόητη καθαρεύουσα. Στά σχολεῖα πού ἄνοιξαν οἱ Βούλγαροι τά βιβλία ἦταν γραμμένα σέ μιά γλῶσσα εὔληπτη.
Καί ὅμως οἱ πρωταγωνιστές τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, Παῦλος Μελᾶς, Ἴων Δραγούμης, Ἀθανάσιος Σουλιώτης, ἦταν ἔνθερμοι δημοτικιστές. Ἀπό τήν μεριά τους οἱ καθαρευουσιάνοι πάλι ἔλεγαν, ὅτι ἡ ἐμμονή τῶν ἑλληνικῶν σχολείων στήν λόγια γλώσσα, ἀρκοῦσε μέ τήν γοητεία της γιά νά ἀπελευθερώσουμε τήν Μακεδονία χωρίς τουφεκιά...
 
Οἱ τοποθετήσεις τῶν δημοτικιστῶν στό κοινωνικό ζήτημα
Ἡ Πηνελόπη Δέλτα, πατριώτισσα μέχρι μυελοῦ ὀστέων, ἤθελε τήν ἀναγέννηση τῆς χώρας διά τῆς καθιέρωσης τῆς ζώσας γλώσσας τοῦ λαοῦ. Ἔγραψε πλῆθος λογοτεχνικῶν βιβλίων - κάποια ἀπό τά ὁποῖα θά μείνουν ἀθάνατα - γιά τήν ἐξύψωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος. Οὖσα πολύ πλούσια ξόδευε ἄφθονα χρήματα, γιά τούς ἐθνικούς ἀγῶνες καί τήν ἀνακούφιση τῆς φτωχολογιᾶς. Τό σοσιαλιστικό ἰδεῶδες δέν τήν ἐνόχλησε ποτέ.
Οἱ πλούσιοι ἀπόδημοι Ἕλληνες Ἀλέξανδρος Πάλλης καί Πέτρος Βλαστός, φανατικοί δημοτικιστές, ἀπέρριπταν μέ φρίκη κάθε ἀπόπειρα σύνδεσης τοῦ ἀγώνα γιά τήν δημοτική μέ τά σοσιαλιστικά κηρύγματα. Ἔπαυαν νά χρηματοδοτοῦν τά περιοδικά τῶν δημοτικιστῶν, ὅταν αὐτά πρόβαλλαν σοσιαλιστικές ἰδέες, τίς ὁποῖες ἀποκαλοῦσαν ἀνοησίες.
Οἱ πρῶτοι σοσιαλιστές Πλάτων Δρακούλης, Μαρίνος Ἀντύπας, Νικόλαος Γιαννιός, ἔγραφαν σέ αὐστηρή καθαρεύουσα.
Οἱ δημοτικιστές ὡς ἄτομα εἶχαν καθένας τίς πεποιθήσεις του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Ἐδῶ πρέπει νά γίνη ἰδιαίτερος λόγος γιά τόν Γιάνη Κορδάτο πού ἦταν ἀκραιφνής μαρξιστής καί διετέλεσε μάλιστα μιά περίοδο Γεν. Γραμματέας τοῦ ΚΚΕ. Ἔγραψε δύο ἐξαιρετικά βιβλία γιά τήν ἱστορία τοῦ δημοτικισμοῦ μέ προσεκτική τεκμηρίωση, ἀλλά παρέμεινε ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του προσκολλημένος στήν πάλη κατά τοῦ καπιταλισμοῦ καί κήρυκας τῆς κοινωνικῆς ἐπανάστασης.
 
Τό Ἀνώτερο Παρθεναγωγεῖο Βόλου
Ὅσο παράδοξο καί ἄν φαίνεται σήμερα, ὁ δημοτικισμός κέρδιζε τότε διαρκῶς ἔδαφος, ἀλλά παρέμενε γενικά μιά μικρή μειοψηφία. Αὐτό πού ἀπασχολοῦσε ὅλους ἦταν ἡ βελτίωση τῆς σχολικῆς ἐκπαίδευσης.
Στόν Βόλο, ὅπου ἡ οἰκονομική ἀνάπτυξη δημιουργοῦσε τήν ζήτηση σχολείων καλλίτερης ἀπόδοσης, ἕνα δημοτικός σύμβουλος καί σημαντικός κοινωνικός παράγοντας, ὁ γιατρός Σαράτσης ἔθεσε τό θέμα τῆς ἱδρύσεως παρθεναγωγείου γιά τά κορίτσια πού ἔβγαζαν τό δημοτικό. (Ἡ συνεκπαίδευση τῶν ἀγοριῶν καί τῶν κοριτσιῶν ἐπρόκειτο νά πραγματοποιηθῆ πολλές δεκαετίες ἀργότερα.) Τά κορίτσια πού τελείωναν τό ἑξατάξιο δημοτικό σχολεῖο δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἀποκτήσουν γυμνασιακή μόρφωση. Ἤ θά ἔπρεπε νά προσλάβουν οἱ γονεῖς τους δασκάλους (κατά προτίμησιν δασκάλες) γιά νά συνεχιστῆ ἡ μόρφωσή τους ἤ νά σταλοῦν σέ συγγενεῖς στήν Ἀθήνα, πού καί αὐτό προκαλοῦσε προβλήματα.
Ὁ Σαράτσης ἔπεισε τόν Δῆμο νά ἱδρύση ἕνα Ἀνώτερο Παρθεναγωγεῖο, δηλαδή σχολεῖο τῆς μέσης ἐκπαίδευσης, γιά νά φοιτοῦν σ’αὐτό κορίτσια τῶν ὁποίων οἱ γονεῖς θά μποροῦσαν νά καταβάλουν δίδακτρα. Εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τήν Γερμανία ὁ νεαρός φιλόλογος Ἀλέξανδρος Δελμοῦζος. Τό ὅτι ἦταν δεδηλωμένος δημοτικιστής δέν ἀπετέλεσε κώλυμα νά διοριστῆ διευθυντής αὐτοῦ τοῦ σχολείου, διότι οἱ πληροφορίες πού εἶχε λάβει γι’αὐτόν ἀπό ἐπιφανεῖς πανεπιστημιακούς ὁ Σαράτσης ἦταν ἀπόλυτα θετικές. Ὁ Δελμοῦζος ἔθεσε τόν ὅρο νά ἔχη τήν πλήρη ἐλευθερία στό ἔργο του καί ὁ ὅρος αὐτός ἔγινε δεκτός.
Διηύθυνε τό Παρθεναγωγεῖο ἀπό τό 1909 ὡς τό 1911. Οἱ μαθήτριες στήν πρώτη χρονιά (29 τόν ἀριθμό) ἦρθαν συνηθισμένες στήν παπαγαλία, τήν ξύλινη διατύπωση, τήν ψευτορομαντική ἔκφραση. Ἐργάστηκε πολύ συστηματικά καί, χωρίς κατσάδες καί τιμωρίες, ἀλλά μέ τήν πειθώ καί ὀρθολογισμό, ἔκανε βαθμιαῖα τίς μαθήτριές του ἄλλους ἀνθρώπους. Ἔβαλε καί τούς συνεργάτες του στόν σωστό δρόμο καί ἡ ἐπιτυχία του ἦταν ἐντυπωσιακή.
Διδασκόταν μέν ἡ καθαρεύουσα, πού ἦταν ἀπαίτηση τοῦ κράτους καί τῆς ὁποίας ἡ γνώση μετά τήν ἀποφοίτηση ἦταν πρακτικά ἀναγκαία, ἀλλά διδάσκονταν καί τά δημοτικά τραγούδια, τά ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ καί τοῦ Βαλαωρίτη καί οἱ μαθήτριες ἔμαθαν νά γράφουν σωστά καί τήν καθομιλουμένη γλῶσσα.
Ἀπό τόν πρῶτο καιρό πού ἦρθε στόν Βόλο ὁ Δελμοῦζος ἔγινε ἀντιπαθής στήν ἡγεσία τῶν σκοταδιστῶν. Τό ὅτι ἔκανε μορφωτικές ὁμιλίες στό νεοσύστατο Ἐργατικό Κέντρο Βόλου ἑρμήνευσαν ὡς ὑποστήριξη ἐκ μέρους του τῆς κοινωνικῆς ἀνατροπῆς. Ἄρχισε ἕνας πόλεμος ψιθύρων ἐναντίον του. Ὅτι οἱ σχολικοί περίπατοι πού ἔκανε μέ τίς μαθήτριες του ἕνα ἀπόγευμα τήν ἑβδομάδα (σύμφωνα καί μέ τό πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας) τοῦ χρησίμευαν νά συνάπτει ἐρωτικές σχέσεις μαζί τους. Ἄλλοι προσέθεταν ὅτι εἶχε προχωρήσει σέ ἀκόλαστες πράξεις. Λεγόταν ὅτι ἡ ἀγάπη στήν φύση, τήν ὁποία δίδασκε κατά τούς σχολικούς περιπάτους, ἀποτελεῖ παραίνεση γιά τήν ἐγκατάλειψη τῆς χριστιανικῆς θρησκείας.
Σέ μιά ἐκδρομή πού ἔκανε στό Πήλιο μέ τήν γυναίκα του καθισμένη πάνω σέ γαϊδουράκι, οἱ κάτοικοι τούς ὑποδέχθηκαν μέ πέτρες φωνάζοντας πώς δέν θέλουν στό χωριό τους μαλλιαρούς (τό παρατσοῦκλι πού εἶχαν βγάλει γιά τούς δημοτικιστές), μασώνους καί σοσιαλιστές. Μπόρεσε νά ἐπιτύχη τήν ἀναίμακτη ὀπισθοχώρησή τους, προσποιούμενος ὅτι στήν τσέπη του κρατοῦσε πιστόλι.
Τό ἐπεισόδιο πού προκάλεσε τό κλείσιμο τοῦ σχολείου ἔγινε ἕνα πρωϊ τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1911. Ὁ Ἐπίσκοπος Δημητριάδος εἶχε ἐπισκεφθῆ τήν πρώτη χρονιά τρεῖς φορές τό Παρθεναγωγεῖο γιά νά παρακολουθήση τήν διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν καί νά παραστῆ σέ ἄλλες ἐπίσημες ἐκδηλώσεις καί εἶχε συγχαρῆ τόν Δελμοῦζο γιά τό ἔργο του. Τό πρωϊ ἐκεῖνο ὅμως ἔφθασε αἰφνιδιαστικά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί φεύγοντας παρατήρησε στήν διδάσκουσα, ὅτι τό σχολεῖο εἶχε γίνει γερμανικό καί φράγκικο. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ «Κήρυξ» τοῦ Βόλου ἔγραφε, ὅτι οἱ προσευχές πού γίνονται στό Παρθεναγωγεῖο εἶναι φαρισαϊκές, ὅτι ὁ κλῆρος ἀποκαλεῖται «στῖφος κολασμένων δαιμόνων», τόν Δεσπότη παρουσιάζουν ὡς διάβολο, καί ἄλλες συκοφαντικές ἀηδίες.
Ἡ ἐμπρηστική ἀρθρογραφία συνεχίστηκε ἐπί ἡμέρες. Στήν Ἀθήνα ὁ καθηγητής Μιστριώτης ξεσήκωσε τούς φοιτητές. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, στόν ὁποῖον ὁ Μιστριώτης εἶχε γνωστοποιήσει τόν ἀγώνα του κατά τῶν μαλλιαρῶν καί ἀθέων τοῦ Βόλου τοῦ ἔστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Βουλευτές ζητοῦν ἀπό τήν κυβέρνηση νά κλείση τό Παρθεναγωγεῖο. Ἀκολουθεῖ συλλαλητήριο στόν Βόλο, ὅπου παρά τήν ἀπαγόρευση τῆς ἀστυνομίας ἀρχίζουν δυνατές κωδονοκρουσίες. Οἱ παπάδες ἔχουν βγῆ στόν δρόμο καί ξεσηκώνουν τόν κοσμάκη.
Ἡ ἀστυνομία εἶδε, ὅτι δέν μπορεῖ πλέον νά προστατεύση τό κτίριο τοῦ Ἀνωτέρου Παρθεναγωγείου. Ἀπό τίς 3 Μαρτίου κατά παράκλησιν τοῦ Δελμούζου ἔπαψαν νά προσέρχονται οἱ μαθήτριες καί αὐτό ἦταν τό τέλος.
Ἀλλά ὁ Δελμοῦζος ἀντί γιά κατήγορος βρίσκεται κατηγορούμενος. Ἡ δίκη του ἔγινε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1914 στό Ἐφετεῖο Ναυπλίου, γιά νά μήν ἐκσπάσουν νέες ταραχές στόν Βόλο. Ἦρθε ὅμως ἀπό ἐκεῖ μιά κουστωδία διωκτῶν του προκειμένου νά ἐπηρεάσει τό δικαστήριο. Μάρτυρες ὑπεράσπισης του ὑπῆρξαν ἀδιάβλητοι ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος. Καί τήν ψευδότητα τῶν κατηγοριῶν ἐναντίον του ἀπέδειξε μέ τά ἔγγραφα τοῦ ἀρχείου τοῦ Παρθεναγωγείου Βόλου. Ἀθωώθηκε πανηγυρικά.
Τά Ἀθεϊκά τοῦ Βόλου, ὅπως ὀνομάσθηκε ἀλλιῶς ἡ ὑπόθεση τοῦ Παρθεναγωγεῖου ἔπαιξαν κεντρικό ρόλο στήν ἐξέλιξη τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος.
 
Ἡ ἐξουσία καί ἡ γλῶσσα
Γιά τούς πολιτικούς ἀρχηγούς κύριο θέμα εἶναι νά μήν χάσουν ἤ νά κερδίσουν τίς ἐκλογές. Αὐτό δέν σημαίνει κατ’ἀνάγκην ἐγωϊσμό. Ἄν ἕνας ἀρχηγός πιστεύει στόν ἑαυτό του, θεωρεῖ ὅτι εἶναι ὁ καταλληλότερος νά διευθύνει τήν χώρα καί τό θέμα τῆς γλώσσας δέν εἶναι τό κυριώτερο ζητημά της.
Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος προφανῶς θά ἤθελε νά δώση ἡ κοινωνία μόνη της, χωρίς κυβερνητική παρέμβαση, τήν λύση τοῦ γλωσσικοῦ. Ὅμως ὁ ἀγώνας τῶν δημοτικιστῶν, πού ἀναβαθμίστηκε μέ τήν ὑπόθεση τοῦ Παρθεναγωγείου τοῦ Βόλου, ἔκανε τούς συντηρητικούς βουλευτές τοῦ κόμματός του νά ζητήσουν τήν συνταγματική κατοχύρωση τῆς καθαρεύουσας. Ἔτσι περιελήφθη μετά σφοδρές συζητήσεις εἰδικό ἄρθρο στό Σύνταγμα κατά τήν ἀναθεώρηση του τό 1911. Πρωταγωνιστής στήν προσπάθεια γιά τήν ψήφιση τοῦ ἄρθρου πού ἔλεγε, ὅτι ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους εἶναι αὐτή στήν ὁποία εἶναι γραμμένο τό Σύνταγμα, ἦταν ὁ νεαρός βουλευτής Λακωνίας Εὐστράτιος Κουλουμβάκης. Δέν εὐδοκίμησε στήν πολιτική καί τό 1944 ἐπανῆλθε δριμύτερος στό προσκήνιο μέ τήν σκληρή δημοσιογραφία του ἐναντίον τοῦ ΚΚΕ. Ἔτσι ἐξελέγη πάλι βουλευτής στήν πρώτη Βουλή μετά τόν πόλεμο. Τό 1953 στήν ἐπέτειο τῆς Ἅλωσης ἕνας φοιτητικός σύλλογος ὀργάνωσε μιά ἐκδήλωση εἰς μνήμην τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἐμφανίστηκε ὁ Κουλουμβάκης καί ρώτησε σέ ποιά γλῶσσα θά μιλήσουν οἱ ὁμιλητές. Τοῦ εἶπα γιά νά βολέψω τήν κατάσταση, πώς αὐτό ἦταν ζήτημα τοῦ καθενός, ἑπομένως καί στήν γλῶσσα στήν ὁποίαν εἶναι γραμμένος ὁ Ἐθνικός μας Ὕμνος. Μοῦ ἀπάντησε ὅτι τά νοήματα αὐτῶν τῶν στίχων εἶναι θεσπέσια, ἀλλά θά ἔπρεπε νά ἀναδιατυπωθοῦν οἱ λέξεις στήν ἐθνική μας γλῶσσα. Ἀρνήθηκε νά μιλήση καί ἐκεῖνος καί ἔφυγε.
Ἄλλες συνέπειες τοῦ γλωσσικοῦ διχασμοῦ ἦταν πιό ὀδυνηρές. Ὅταν ἐμαίνετο ἡ ὑπόθεση τοῦ Παρθεναγωγείου Βόλου, ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς, γενικός γραμματέας τοῦ Πανεπιστημίου, ἔγραψε ἕνα ἄρθρο ὑπέρ τοῦ Δελμούζου. Οἱ φοιτητές κατήγγειλαν τήν πράξη του στόν ὑπουργό τῆς Δικαιοσύνης τῆς κυβέρνησης Βενιζέλου. Αὐτός τόν κάλεσε σέ ἀπολογία καί τοῦ ἐπέβαλε τήν πειθαρχική ποινή τῆς παύσης ἑνός μηνός.
Ὅταν ὁ Βενιζέλος μετά τό 1917 ἔκανε τήν κυβέρνηση τῆς Ἐθνικῆς Ἄμυνας στήν Θεσσαλονίκη εἰσήγαγε, κατά συμβουλή τῶν συνεργατῶν γιά τά θέματα τῆς παιδείας ὅπως ὁ Δελμοῦζος καί ὁ Τριανταφυλλίδης, τήν δημοτική σέ ὅλη τήν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση. Ἐγράφτηκαν πρώτης ποιότητας ἀναγνωσματάρια.
Στίς ἐκλογές ὅμως τοῦ Νεομβρίου τοῦ 1920, ἐκέρδισε ἡ Ἡνωμένη Ἀντιπολίτευση, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Δημήτριος Γούναρης, πού εἶχε τήν ἰδεολογία τῆς γερμανικῆς σοσιαλδημοκρατίας ἀλλά στήν πρακτική πολιτική ἦταν τελείως ἀντιδραστικός. Βγῆκε διαταγή τά ἀναγνωστικά πού εἶχαν γραφεῖ στήν δημοτική νά καοῦν.
Μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή, ἐπανέκαμψε ὁ βενιζελισμός στίς διάφορες σέκτες του στήν ἐξουσία. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαναστασίου, τό πιό φωτισμένο βλαστάρι τοῦ βενιζελισμοῦ, ἦταν ὑπέρμαχος τῆς δημοτικῆς. Ἔγινε πρωθυπουργός χωρίς νά κάνη γλωσσική μεταρρύθμιση. Ἡ καθαρεύουσα δέν κατέβηκε ἀπό τό θρόνο της. Ἐπικρατοῦσε καί στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καί ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ἐξελέγη πρόεδρός της ἐξεφώνησε σέ αὐστηρή καθαρεύουσα τόν λόγο του.
Ὁ Παπανδρέου, ὅταν πρωτομπῆκε στήν πολιτική εἶχε γράψει ἕνα ἄρθρο, στό ὁποῖο ἔλεγε, ὅτι τιμᾶ καί τήν καθαρεύουσα καί τήν δημοτική, διότι καί οἱ δύο πήγασαν ἀπό τήν ἐθνική παράδοση. Ἔλεγε, ὅτι στήν δεύτερη, τήν γλῶσσα τοῦ λαοῦ, ἀνήκει τό μέλλον, ἀλλά ὅτι ἐκεῖνος δυστυχῶς εἶχε ἀνατραφῆ στήν καθαρεύουσα καί σ’αὐτήν θά ἐξακολουθοῦσε νά μιλᾶ στό κοινό καί νά γράφη.
Τά κείμενά του ἦταν εὔχυμα καί οἱ λόγοι του συναρπαστικοί καί μέχρι τέλος τῆς ζωῆς του δέν ἐγκατέλειψε ποτέ τήν καθαρεύουσα. Τίς παραμονές ὅμως τῆς Ἀποστασίας πρός ἱκανοποίηση τῶν ὑποστηρικτῶν του, μεγάλο μέρος τῶν ὁποίων προερχόταν ἀπό τό ΚΚΕ, τό ὁποῖο ἀπό πολλά χρόνια πλέον ἐπέμενε γιά τήν γλῶσσα τοῦ λαοῦ, ἐξήγγειλε τήν ἐπισημοποίηση τῆς δημοτικῆς. Μέ τήν πτώση του ἀπό τήν ἐξουσία ἡ μεταρρυθμιστική του ἐπαγγελία πετάχτηκε στά σκουπίδια.
 
Πῶς ἡ Χούντα σκότωσε τήν καθαρεύουσα
Οἱ ἄξεστοι συνταγματάρχες στήν ἔξαλλη ἐθνικοφροσύνη τους ἔβλεπαν τήν δημοτική ὡς ἐργαλεῖο ἀφελληνισμοῦ στά χέρια τῶν κομμουνιστῶν πού ἤθελαν νά καθυποτάξουν τήν χώρα. Τό νέο καθεστώς διέταξε τό Ἔθνος νά ἐπιστρέψη στήν καθαρεύουσα.
Στόν σκοταδισμό πού ἔφερε ἡ δικτατορία, χαρακτηριστικοί ἦταν οἱ λόγοι τοῦ δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ἐκτός τοῦ ὅτι ἦταν παρανοϊκοί, ἦσαν καί ἀσύντακτοι. Φράσεις μακαρονοειδεῖς, στίς ὁποῖες ἔλειπε ἡ σωστή συνάρθρωση τῶν λέξεων. Ἕνας ἀπό τούς πολέμιους τῆς δικτατορίας στό ἐξωτερικό πού μετέφραζε στά γερμανικά τά κείμενα τῆς Χούντας, νόμους, δηλώσεις, δικαστικές ἀποφάσεις, γιά νά ἔχουν οἱ ξένοι ἄμεση ἀντίληψη τῆς ὑφῆς τοῦ καθεστῶτος, ὅταν καταπιανόταν μέ τήν μετάφραση τῶν λόγων τοῦ Παπαδόπουλου ἀντιμετώπιζε πρόβλημα. Ἡ πιστή μετάφραση τῶν λεγομένων του θά μποροῦσε νά προκαλέση στόν γερμανό ἀναγνώστη τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ μεταφράσας δέν εἶχε σωστή γνώση τῆς γερμανικῆς!
Στήν πρώτη φάση τῆς δικτατορίας οἱ λογοκριτές ἐπέβαλαν στίς ἐφημερίδες νά γράφονται ὁλόκληρες στήν καθαρεύουσα. (Ὡς καί τό χρονογράφημα.) Ἐπιπλέον μιά φορά τήν ἑβδομάδα νά δημοσιεύουν ἕνα λογοτεχνικό κείμενο πρός τόν σκοπό τῆς μορφωτικῆς ἀνύψωσης τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Ὅταν τό κείμενο αὐτό παρεξέκλινε τῆς καθαρεύουσας τό διόρθωναν.
Ἡ κατάσταση αὐτή δέν ἦταν δυνατόν νά συνεχιστῆ μέχρι τέλους. Ἡ Χούντα μή βρίσκοντας λαϊκή ἀποδοχή καί ἐπιδιώκοντας νά διασωθῆ μέ μία μεταρρύθμιση ἀναγκάστηκε νά λασκάρη τούς περιορισμούς τῆς λογοκρισίας. Οἱ λογοτέχνες πού εἶχαν μείνει ὡς τότε βουβοί, ἄρχισαν πάλι νά γράφουν καί τά κείμενά τους ἔγιναν καυστικά ἐργαλεῖα ἀντιχουντικῆς προπαγάνδας.
Ἐν πάση περιπτώσει ἡ καθαρεύουσα ἀπό τόν ἐναγκαλισμό της ἀπό τήν Χούντα ἔπαθε ἀσφυξία.
 
Ἡ Μεταπολίτευση
Ὁ Καραμανλῆς ἦταν κατ’ἐξοχήν πρακτικός ἄνθρωπος. Στούς λόγους του ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τήν ἐξουσία μέ τήν κατάρρευση τῆς Χούντας χρησιμοποιοῦσε τήν καθομιλουμένη, πού ἱκανοποιοῦσε πλέον καί τίς δύο πλευρές.
Δέχθηκε ὁ ὑπουργός του τῆς παιδείας Γ. Ράλλης νά ὁρίση τήν δημοτική ὡς γλῶσσα τῆς ἐκπαίδευσης σέ ὅλες τίς βαθμίδες της. Αὐτό σύντομα ἐπεξετάθη καί στήν δικαιοσύνη καί στήν διοίκηση.
Ἐντωμεταξύ τό σύστημα τῆς μονοτονικῆς γραφῆς εἶχε ἀρχίσει νά διαδίδεται. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα πολλοί διανοούμενοι καί ἐντονώτατα καθαρευουσιάνοι, ὅπως ὁ καθηγητής Μιστριώτης, εἴτε τό εἶχαν υἱοθετήσει, εἴτε ὑπεστήριζαν τήν ἐφαρμογή του. Οἱ δημοτικιστές ὅμως ἔγραφαν μέ ψιλές καί δασεῖες, περισπωμένες καί βαρεῖες, μερικοί ἔβαζαν καί τήν ὑπογεγραμμένη. Κατά τήν διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ἐνῶ εἴχαμε τόσα ἄλλα δεινά προβλήματα, στήν Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν οἱ καθαρευουσιάνοι γιά νά χτυπήσουν τούς δημοτικιστές κίνησαν πειθαρχική δίωξη ἐναντίον τοῦ καθηγητῆ Ἰωάννη Κακριδῆ, διότι εἶχε γράψει μιά μελέτη (πού δέν ἐξέταζε πάνω σ’αὐτήν τούς φοιτητές του) σέ μονοτονική γραφή. Ἡ κατηγορία περιελάμβανε δικολαβικές παρερμηνεῖες, ὅπως ὅτι ὁ Κακριδῆς μᾶς καλοῦσε νά συγκρουστοῦμε μέ τόν ἀρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ἀνακατεύτηκαν οἱ διασημότητες καί τῆς μιᾶς πλευρᾶς καί τῆς ἄλλης καί ἡ ὑπόθεση ἔφθασε στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖο ἐπέβαλε στόν Κακριδῆ τήν ποινή τῆς... ἐπιπλήξεως. Κωμική ὑπόθεση, ἀλλά ἡ ὁποία κληροδότησε πάθος.
Τό μονοτονικό ἐξυπηρετοῦσε καί οἰκονομικά συμφέροντα, διότι ἔκανε φθηνότερη τήν ἐκτύπωση τῶν ἐφημερίδων. Ἡ συντηρητική ἐφημερίδα τῆς Ἑλένης Βλάχου ἡ «Καθημερινή», τήν ὁποίαν ἐξέδωσε πάλι μετά τήν πτώση τῆς Χούντας, τυπωνόταν ἔκτοτε στό μονοτονικό.
Ὁ Καραμανλῆς ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ὑλική εὐημερία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, φάνηκε πρόθυμος μιά στιγμή νά κόψη τή δαπάνη πού προκαλοῦσε στήν οἰκονομία τό πολυτονικό. Ἔσπευσαν ὅμως οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, πού τόν περιστοίχιζαν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κωνσταντῖνο Τσάτσο καί τοῦ εἶπαν ὅτι ἄν πραγματοποιήση τό χάσμα αὐτό στήν πολιτιστική παράδοση, θά τόν ἐγκαταλείψουν. Ἔκανε πίσω.
 
Τά «διαβολικά σημαδάκια»
Ὅταν ἀνέλαβε τήν ἐξουσία τό ΠΑΣΟΚ, ὁ Ἀντρέας Παπανδρέου χρειαζόταν νά ἀποδείξη τήν ἐπαναστατικότητά του ἐμπράκτως. Ἔτσι ἕνα βράδυ στήν Βουλή αἰφνιδιαστικά καθιερώθηκε τό μονοτονικό σύστημα ἀφήνοντας νά διευκρινισθοῦν στό μέλλον οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐφαρμογῆς του. (Ὅπως τό πῶς θά ξεχωρίζονταν οἱ μονοσύλλαβες ἐγκλιτικές ἀπό τίς μή ἐγκλιτικές λέξεις. Π.χ. Ὁ στρατηγός του εἶπε, ὁ στρατηγός τοῦ εἶπε. Ἡ διευκρίνιση αὐτή δέν ἔχει γίνει ἀκόμη.)
Γιά νά μήν ἐξακολουθήσουν τά «διαβολικά σημαδάκια» νά τά χρησιμοποιοῦν ἀντιδραστικοί ὑπάλληλοι, ξυρίστηκαν ἀπό ὅλες τίς γραφομηχανές.
Ὁ πνευματικός κόσμος στήν μεγίστη πλειοψηφία του κατήγγειλε μέ δριμύτητα τήν ἀλλαγή. Ἡ Ν.Δ. εἶπε, ὅτι ἡ ψηφοφορία στήν Βουλή διεξήχθη ἀντικανονικά καί ἐπανερχομένη αὐτή στήν κυβέρνηση θά ἐπαναφέρη τό ζήτημα. Ὅταν ὅμως ἐπανῆλθε, ξέχασε τήν ἐπαγγελία της διότι εἶχε δημιουργηθῆ μιά νέα κατάσταση καί δέν ἤθελε νά ἐμπλακῆ στό γλωσσικό.
Μέ μία μοναδική ἐξαίρεση ἐξακολούθησαν ὅλα τά λογοτεχνικά περιοδικά νά τυπώνονται στό πολυτονικό. Τά λογοτεχνικά βιβλία ἔβγαιναν ἄλλα στήν παραδοσιακή γραφή καί ἄλλα πιστά στήν κακριδική ἐπανάσταση. Ὄχι τά πανεπιστημιακά συγγράμματα, διότι στό πολυτονικό δέν θά ἐκάλυπτε τά ἔξοδα τῆς ἐκτύπωσης τους ὁ κρατικός προϋπολογισμός καί ἐπιπλέον οἱ καθηγητές εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καί θά ἀποτελοῦσε παράπτωμα ἡ χρήση τῆς παραδοσιακῆς γραφῆς. Ἡ ἐλπίδα τῶν κακριδιστῶν βρίσκεται στούς ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές, ὅπου ἡ γραφή μέ τόνους, πνεύματα καί ὑπογεγραμμένες ἀπαιτεῖ τήν ἀγορά προσθέτων γραμματοσειρῶν.
Χαρακτηριστικό ὅμως τῆς ἀντοχῆς τῆς παραδοσιακῆς γραφῆς εἶναι, ὅτι στήν «Αὐγή» τοῦ Σύριζα ὑπάρχει κάθε μέρα ἕνα ποίημα μέ πνεύματα καί τόνους. Ἀκόμη καί ἐάν γράφτηκε χθές ἤ ἐάν ἡ μετάφραση του ἔγινε γιά τό τρέχον φύλλο τῆς ἐφημερίδας. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ λογοτέχνες μας στήν μεγάλη πλειοψηφία τους ἐμμένουν στήν παραδοσιακή γραφή μας.
Ἔπειτα ἀπό τό φιλελεύθερο κήρυγμα τῆς ἐκπομπῆς «Φταῖνε οἱ λέξεις» τοῦ Μπαμπινιώτη, μπορεῖ καθένας νά ἐκφράζεται στήν μορφή τῆς γλῶσσας πού τοῦ ἀρέσει καί ἡ σύγκλιση τῶν ἐκφράσεων θά φέρη κάποτε τήν γλωσσική ἑνοποίηση. Καί τοῦτο θά ἀποτελεῖ πολιτικό εὐτύχημα. Διότι ὅπως εἶχε πεῖ σέ διάλεξη του στό Κέντρο Σοσιαλιστικῶν Μελετῶν ὁ συνοδοιπόρος μας Νίκος Φωκᾶς «Τό γλωσσικό μας πρόβλημα εἶναι ἐξωγλωσσικό», παραπέμποντας στίς πολιτικές ἐξακτινώσεις του.
 
Τό ἑλβετικό παράδειγμα
Ἡ γενιά μου μεγάλωσε μέ τήν ἀντίληψη, ὅτι ἡ διγλωσσία καθαρεύουσας καί δημοτικῆς ἀποτελεῖ κατάρα. Στό φύλλο τῆς ¨Ἑστίας¨ τῆς 28ης Ἰανουαρίου διάβασα ἀναδημοσιευμένο ἕνα ταξειδιωτικό ἄρθρο γιά τήν Ἑλβετία τιτλοφορούμενο «Ἀρκοῦδες καί διγλωσσία» πού εἶχε γράψει ὁ διευθυντής της Κυρ. Ἄδ. Κύρου τό 1935.
Ἔλεγε σ’αὐτό, ὅτι τόν πληθυσμό τῆς Ἑλβετίας ἀπαρτίζουν τρία ἔθνη, καθένα ἀπό τά ὁποῖα μιλᾶ τήν γλώσσα του. (Προσθέτω στήν πραγματικότητα εἶναι τέσσερις διότι κάποιοι ἰταλοελβετοί μιλοῦν μιά δική τους διάλεκτο.) Στήν μεγάλη πλειοψηφία τους πάντως οἱ Ἑλβετοί εἶναι γερμανόφωνοι. Ἀλλά τά γερμανικά τους διαφέρουν πολύ ἀπό τά γερμανικά τῆς Γερμανίας. Τά ἑλβετικά γερμανικά χρησμοποιοῦν στήν καθημερινή ζωή καί οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, καί οἱ μορφωμένοι. (Κάποτε πῆγα νά ἀγοράσω ἕνα εἰσητήριο στόν σιδηροδρομικό σταθμό τῆς Μπάζελ. Ἀπευθύνθηκα στά γερμανικά στόν ὑπάλληλο καί αὐτός μέ τόν διπλανό του ἄρχισαν νά μέ κυττοῦν εἰρωνικά. Θύμωσα καί τοῦ εἶπα, ὅτι εἶμαι ξένος καί δέν κατέχω τήν διάλεκτο τους, τό Σβίτσερ-Ντούτς.) Ὅλοι οἱ Γερμανοελβετοί ὅταν γράφουν, ἀκόμη καί ὁ ἀγρότης πού γράφει ἐπιστολή στήν μητέρα του θά τῆς γράψη στά γερμανικά τῆς Γερμανίας. Καί ὁ Κύρου συμπαίρανε στό ἄρθρο του, ὅτι αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ὑψηλῆς ποιότητας τῶν ἑλβετικῶν σχολείων.
Ὅταν ἔγινε στήν Ἑλλάδα ὑποχρεωτική ἡ ἐπιβολή τῆς δημοτικῆς παρετήρησα στόν σοφό νομοδιδάσκαλο Κωνσταντῖνο Δεσποτόπουλο, ὅτι ἡ δημοτική ἦταν αὐτονόητη στήν λογοτεχνία. Ἡ γλῶσσα ὅμως τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα μέ τήν ἀκριβολογία της, τόν πλοῦτο τῶν λέξεων καί τῶν ἀποχρώσεων της εἶναι ἕνα τέλειο ἐργαλεῖο, πού εἶναι κρῖμα ὅτι τό στερηθήκαμε. Συνεφώνησε, ἀλλά μοῦ εἶπε, ὅτι γιά νά μπορούσαμε νά μαθαίνουμε σωστά τήν γλῶσσα μας καί στίς δύο μορφές της, θά ἔπρεπε νά εἴχαμε πολύ καλά σχολεῖα, ἀλλά γι’αὐτά δέν διέθετε ὁ προϋπολογισμός τά ἀπαιτούμενα χρήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου