Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΣΛΑΒΗΣ: Ετερότητα & Ετεροφοβία

(ομιλία της 22ας Φεβρουαρίου 2016)
 
Η ετερότητα στον κόσμο και στον χρόνο
Η αποδοχή του του “άλλου”, του “διαφορετικού”, του “ξένου” και των δικαιωμάτων του, καθώς και η ανεκτικότητα στα “τερτίπια” του, δεν είναι κάτι το αυτονόητο σε μία κοινωνία. Ιστορικά και χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς ως προς το πεδίο ανίχνευσης του φαινομένου υπερίσχυε κατά κανόνα μία τουλάχιστον επιφυλακτική στάση απέναντί του. Ενδεικτική έκφραση τόσο της ίδιας της διάκρισης του “άλλου” όσο και της διαχρονικότητάς της ήταν (και εξακολουθεί να είναι) η ταύτιση από πολλές πρωτόγονες φυλές των μελών τους με το “ανθρώπινο είδος”, από το οποίο αποκλείονταν (και αποκλείονται) ακόμα και οι γειτονικές συγγενείς φυλές! Σύμφωνα με μαρτυρία της Ρουθ Μπένεντικτ: «Όλες οι πρωτόγονες φυλές συγκλίνουν στην αναγνώριση αυτής της κατηγορίας των αλλογενών, οι οποίοι όχι μόνον δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του ηθικού κώδικα που επικρατεί μέσα στα όρια του λαού των, αλλά για τους οποίους δεν αναγνωρίζεται κάποια θέση κάπου μέσα στο πλαίσιο της ανθρωπότητας. Ένας μεγάλος αριθμός ονομάτων φυλών σε κοινή χρήση, Ζούνιι, Ντενέ, Κιόβα και άλλα, είναι ονόματα με τα οποία πρωτόγονες φυλές αυτοπροσδιορίζονται και δεν είναι παρά οι τοπικοί όροι για τα "ανθρώπινα όντα", δηλαδή τους εαυτούς των. Έξω από την κλειστή ομάδα δεν υπάρχουν ανθρώπινα όντα. Και τούτο παρά το ότι από μία αντικειμενική άποψη κάθε φυλή περιβάλλεται από λαούς, με τους οποίους μοιράζεται τις τέχνες τους και τις υλικές επινοήσεις, τις εξελιγμένες πρακτικές που ανέπτυξαν με ένα αμοιβαίο πάρε-δώσε συμπεριφορών από τον έναν στον άλλο.»1. Την επιβεβαιώνει, άλλωστε, μία από τις κορυφαίες μορφές της ανθρωπολογίας που δεν θα μπορούσε επ’ουδενί να κατηγορηθεί για περιφρόνηση των “πρωτόγονων” φυλών, ο Κλωντ Λεβί-Στρως, όταν διαπίστωνε ότι: «Γνωρίζουμε ότι η ιδέα της ανθρωπότητας, που περιλαμβάνει, χωρίς διάκριση φυλών ή πολιτισμών, όλες τις μορφές του ανθρωπίνου γένους, εμφανίστηκε πολύ αργά και σε μικρή έκταση… Αλλά για μεγάλα τμήματα του ανθρωπίνου γένους και κατά την διάρκεια εκατοντάδων αιώνων, αυτή η ιδέα αγνοείται εντελώς. Η ανθρωπότητα σταματά στα όρια της φυλής, της ομιλούμενης γλώσσας και μερικές φορές του χωριού· έτσι ένας μεγάλος αριθμός λαών, που ονομάζομε πρωτόγονους, αυτοαποκαλούνται με ένα όνομα που σημαίνει "άνθρωπος" (ή μερικές φορές – θα λέγαμε ίσως με πολλή διακριτικότητα – "καλοί", "υπέροχοι", "τέλειοι") υπονοώντας ότι οι άλλες φυλές ή άλλα ανθρώπινα σύνολα ή χωριά δεν έχουν ανθρώπινες αρετές – ούτε ανθρώπινη φύση – αλλά απαρτίζονται το λιγώτερο από "κακούς", "άθλιους", "πίθηκους της γης" ή από "κόνιδες". Φθάνουν στο σημείο να στερούν τον ξένο από τον τελευταίο βαθμό ύπαρξης, κάνοντας αυτόν να μην είναι τίποτε άλλο παρά ένα "φάντασμα".»2.
Αυτό το αίσθημα μοναδικότητας ανάγεται στις αρχέγονες πρωτόγονες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Πιέρ Κλαστρ: «Για κάθε τοπική ομάδα οι Άλλοι είναι ξένοι: η εικόνα του ξένου επιβεβαιώνει για κάθε δεδομένη ομάδα την πίστη στην ταυτότητά της ως ένα αυτόνομο Εμείς.»3. Αυτό που άλλαξε έκτοτε είναι η προοδευτική διεύρυνση του “Εμείς” με την πληθυσμιακή αύξηση της ομάδας και την (ειρηνική ή δια της βίας) συσσωμάτωση συγγενών – γειτονικών ομάδων σ’αυτό το “Εμείς”.
Σ’αυτή την εννοιολογική περιχαράκωση οφείλεται εν πολλοίς και η στρεβλωτική εικόνα του “άλλου”, η οποία υπό ορισμένες συνθήκες οδηγεί:
= αφενός μεν σε έναν “τερατομορφισμό” στην απεικόνισή του, για τις πηγές του οποίου η Κατερίνα Στενού αναφέρει σε σχετική μελέτη της ότι: «Πολύ συχνά πρόκειται για παλιές παραδόσεις, θρύλους που γεννήθηκαν όχι από έναν εντυπωσιασμό, αλλά από έναν φόβο ή μία έκπληξη, που χάνονται στα βάθη των αιώνων, παραχωμένες στα βάθη της μνήμης, των οποίων το βαρύ και αρχαϊκό φορτίο φέρει κάθε κουλτούρα.»4,
= αφετέρου δε σε μία εκπεφρασμένη υποτίμηση έως εχθρότητα όταν εκφράζεται σε κλίμακα έθνους, όπως διαπιστώνει η Αλεξάνδρα Τηλιγάδα: «Υπάρχει, ωστόσο, και ένα αρνητικό σημείο σε αυτόν τον διαχωρισμό: η αντίληψη του "εαυτού" και του "άλλου" μπορεί εύκολα να μετατραπεί (και ιδιαίτερα στο εθνικό επίπεδο) σε έναν διαχωρισμό του "καλού" από τον "κακό", του "κατώτερου" από το "ανώτερο" και, επομένως, να επέλθει ένας αρνητικός εθνικισμός. Αυτό συμβαίνει καθώς η εθνική ταυτοποίηση με το "είδος μας" συχνά συνδέεται με την αντίθετη εικόνα του "άλλου είδους", ενός "ξένου", ενός "εχθρού", που συνήθως απειλεί τις συνήθειές μας, τα ήθη μας και τις παραδόσεις μας.»5.
Η διακριτική αντιμετώπιση του “άλλου” πήρε, λοιπόν, κατά καιρούς και κατά περιπτώσεις πολλές μορφές: από μια απλή απαξιωτική περιφρόνηση ως μία διακηρυγμένη εχθρότητα, χωρίς, ωστόσο, να καταλήγει σώνει και καλά σε ρατσιστική συμπεριφορά ή/και βιαιότητες. Η ανοχή/αποδοχή της “διαφορετικότητας”, ως ηθικό κυρίως αίτημα, ανάγεται κατά κύριο λόγο στα χρόνια του Διαφωτισμού, ενώ ως γενικής αρχής κοινωνική και πολιτική δεοντολογία προέκυψε στη Δύση, την “μικρή έκταση” που υπονοεί ο Κλωντ Λεβί-Στρως, υπό το βάρος των ενοχών της για τα πεπραγμένα της, μετά τις ρατσιστικές θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το τέλος της αποικιοκρατίας και την θεσμική τουλάχιστον κατάργηση των τελευταίων καταλοίπων των φυλετικών διακρίσεων.
 
Η προβληματική της ανεκτικότητας
Αυτή η εξέλιξη, ωστόσο, δεν εξάλειψε ούτε τις προκαταλήψεις ούτε όλες τις εντάσεις που προκαλούνται ιδίως από τη συνύπαρξη σε μία ενιαία κοινωνική ενότητα κοινοτήτων με βασικές πολιτισμικές διαφορές. Από αυτήν την συμβίωση εκπηγάζουν προβλήματα που δεν οφείλονται αποκλειστικά – ενδέχεται δε ούτε κατά κύριο λόγο – σε έλλειψη ανεκτικότητας και καλής θέλησης για κατανόηση στη μία πλευρά. Αντίθετα, προκύπτουν ως αποτέλεσμα πρόκλησης οχλήσεων ή αδυναμίας κατανόησης, λόγω (ακόμα και ριζικά) διαφορετικών αξιακών αρχών μεταξύ των κοινοτήτων, ασύμβατων ρυθμών και κανόνων διαβίωσης, αδυναμίας επικοινωνίας και άλλων αιτιών ή, απλά, αφορμών.
Ένα από αυτά, για παράδειγμα, είναι το θέμα της ισονομίας. Αν θεωρηθεί ισχυρή η άποψη του Τζέφφρεϋ Στουτ ότι: «Οι κανόνες, σύμφωνα με μία εξπρεσσιβιστική σύλληψη, είναι δημιουργήματα της κοινωνικής εξέλιξης κατά την οποία τα μέλη μιας κοινότητας επιτυγχάνουν αμοιβαία αναγνώριση ως υποκείμενα υπόλογα για τις πράξεις τους και τις ενέργειές τους.»6, όσο ευκταίο και αν είναι για ορισμένους, δεν είναι εφικτό να υπόκεινται συνολικά σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα (για παράδειγμα άλλα στο ρωμαϊκό δίκαιο, άλλα στην ισλαμική σαρία και άλλα σε κάποιο άλλο δικαιικό σύστημα) – δηλαδή να είναι υπόλογα με βάση διαφορετικούς κανόνες – άτομα που συμβιώνουν στο εσωτερικό μιας κοινότητας, χωρίς παρενέργειες και πιθανό κλονισμό της κοινωνικής συνοχής. Δεν θα είναι βιώσιμη μία κοινωνία, στην οποία η διεκδίκηση του “δικαιώματος στη διαφορά” θα καταλήξει στην κατίσχυση της “διαφοράς στα δικαιώματα”! Είναι δυνατόν, λόγου χάριν, σε μία κοινωνία όπου η μονογαμία αποτελεί θεσμό, να επιτραπεί η πολυγαμία σε μία μειονότητα, επειδή την αναγνωρίζει το δίκαιο της χώρας προέλευσης;  Ή να επιτραπεί να γίνεται επίκληση (και αποδοχή) των ανοχών (και απαγορεύσεων) ενός ριζικά ετεροειδούς εθιμικού δικαίου για την απο-ενοχοποίηση κολάσιμων (τουλάχιστον για την ιθαγενή ή/και πλειοψηφική μερίδα της κοινότητας) πράξεων, όπως, για παράδειγμα, τα περιβόητα “εγκλήματα τιμής”; Η κοινωνία ως θεσμικό σύστημα θα κατακερματισθεί σε επιμέρους κοινότητες, κάθε μία από τις οποίες θα ζει με τους δικούς της ρυθμούς, με τις δικές της πρακτικές κ.λπ., που δεν αποκλείεται να θέλει να εφαρμόζει και σε άτομα μιας άλλης κοινότητας με διαφορετικές πεποιθήσεις σε περιπτώσεις αλληλεπίδρασης και κοινής εμπλοκής. Όπως έχει γράψει σχετικά ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Από τη στιγμή που η αξία “διαφορά” αντικαθιστά την αξία “ομοιογένεια” και η αξία “πολυπολιτισμός” την αξία “μονοπολιτισμός”, το σύνολο των συντεταγμένων της κοινωνικής οργάνωσης τίθεται σε αμφισβήτηση.»7. Και, ας συμπληρωθεί, το μόνο κοινό που επιβιώνει σε αυτή την κοινωνία ή κοινότητα είναι ο γεωγραφικός χώρος της συγκατοίκησης.
 
Η υπονόμευση της κοινωνίας
Σε ένα, λοιπόν, περιβάλλον κατακερματισμού αυτής της φύσης ένα άτομο θα μπορούσε αναπόφευκτα να (απαιτήσει να) αποκτήσει την ευχέρεια να ακολουθεί κατά τις επιθυμίες του τις επιταγές μιας κοινότητας – και να (απαιτεί να) κρίνεται με βάση αυτές – στο σύνολό τους ή «à la carte». Αν η αυτοθέσμιση της κοινωνίας δώσει τη θέση της στην αυτοθέσμιση των συνιστωσών της, η αναπόδραστη κατάληξη θα είναι η αυτοθέσμιση του ατόμου, δηλαδή η κατάργηση κάθε θεσμού αναφοράς. Εκτός και αν θεσμοθετηθεί η φυλετικής υφής διακριτική μεταχείρισή του ανάλογα με την καταγωγή του ή τη θρησκεία του και του απαγορευθεί η ελευθερία επιτρεπτών για συμπολίτες του επιλογών. Στην τελευταία περίπτωση, η κοινωνία δεν θα κατακερματισθεί μόνο ως θεσμικό σύστημα αλλά και ως πολιτισμική οντότητα. Δεν μπορεί να συνυπάρχει σε μία συγκροτημένη πολιτισμική οντότητα μία αξία και η αντίθετή της, η δε ισχύς της μιας ή της άλλης να επαφίεται στις εκάστοτε προσωπικές επιλογές του καθενός. Όπως λέει πάλι ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Αν ένας πολιτισμός που περιλαμβάνει όλες τις νοητές μορφές κοινωνικών πρακτικών, αναδειχθεί σε αντικείμενο ατομικών επιλογών, η ίδια η ιδέα ενός συγκροτημένου πολιτιστικού συνόλου χάνει το νόημά της.»8. Και τότε θα ευδοκιμήσει το φαινόμενο της πολιτισμικής αποξένωσης που έχει διαπιστώσει ήδη για τη Γαλλία ο Ζωρζ Μπενσουσάν: «Ένα ολόκληρο τμήμα της νεολαίας της πατρίδας μας αναγνωρίζει τον εαυτό της όλο και λιγότερο στην κουλτούρα μας. Η οποία καθίσταται γι’αυτό ένας ξένος πολιτισμικός κώδικας, μία νεκρή γλώσσα και όχι μόνο για κοινωνικούς λόγους.»9. Μάλιστα, αυτή η κουλτούρα αποξενώνεται τόσο από τους γηγενείς, στους οποίους δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν ανταποκρίνεται στην ιδέα που έχουν καλώς ή κακώς για την ταυτότητά τους, όσο και στους επήλυδες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι το δικαίωμα διατήρησης της ιδιαιτερότητάς των τους απομονώνει από το ευρύτερο περιβάλλον τους και τους εγκλωβίζει σε έναν στενό εσωστρεφή κύκλο.
Σε αυτή δε την περίπτωση καθίσταται προβληματική και η πρακτική έκφραση της κοινωνικής συνοχής: η κοινωνική αλληλεγγύη. Όπως διαπιστώνει και η Μιλένα Ντοΰτσεβα: «η αλληλεγγύη και η ανομοίωση δεν συνυπάρχουν ανέφελα· όσο οι εθνικές πολιτικές στέκονται στις διαφορές ανάμεσα στους πληθυσμούς μειώνεται η προθυμία των μελών της κοινωνίας να υπομένουν τις θυσίες που επιβάλλει η εθνική αλληλεγγύη.»10. Κατ’αναλογίαν, όσο προκαλούνται τριβές μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων, τόσο αμβλύνεται η προθυμία συμμετοχής μιας πληθυσμιακής ομάδας στην αντιμετώπιση προβλημάτων που πλήττουν μία άλλη ομάδα. Είναι δε προφανής η κατάληξη αυτής της εσωστρέφειας: το χάσμα ανάμεσα στις ομάδες με τα λιγότερα προβλήματα και στις ομάδες με τα περισσότερα, ο φθόνος και η αντιπαλότητα, η αντιζηλία κ.λπ. Και τελικά μία πιθανή σύγκρουση.
 
Η πρόκληση αντιδράσεων
Πέρα, όμως, από τον κλονισμό της κοινωνικής συνοχής θα αναφυόταν και πρόβλημα αντιδράσεων σε πρακτικές (κυρίως) μειονοτήτων, οι οποίες προκαλούν στην καλύτερη των περιπτώσεων δυσφορία. Γιατί μπορεί απλά ξενοφανή εθιμικά στοιχεία να μην σκιάζουν τις σχέσεις κοινοτήτων που συμβιώνουν, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση προσβολής αξιακών στοιχείων. Η πεποίθηση της ανωτερότητας του αξιακού συστήματος μιας κοινότητας είναι βαθύτατα ριζωμένη στα μέλη της και είναι δύσκολη η ανοχή αξιακών στοιχείων και πρακτικών που την προσβάλλουν. Υπερισχύει ο “εθνοκεντρισμός”, ο οποίος, κατά τον Ουΐλλιαμ Γκραίηχαμ Σάμμερ: «Προσδιορίζει τη συμπεριφορά ανθρωπίνων ομάδων, οι οποίες κρίνουν τα κοινωνικά καμώματα των άλλων ομάδων σε συνάρτηση με τις δικές τους παραστάσεις και πιστεύουν ότι ο δικός τους τρόπος ζωής είναι καλύτερος από αυτόν των άλλων.»11.
Ο Σάμμερ στην ουσία επαναλαμβάνει τον Ηρόδοτο, που διαπίστωνε με αφορμή το περιστατικό με τις αντιδράσεις Ελλήνων και Καλλατίων Ινδών, τους οποίους ο Δαρείος είχε φέρει αντιμέτωπους, τους μεν πρώτους με έθιμα των δεύτερων (φάγωμα νεκρού πατέρα), τους δε δεύτερους με έθιμα των πρώτων (καύση νεκρού πατέρα), με επακόλουθο τη φρίκη και την αμοιβαία αποστροφή: «Γιατί, αν οποιοσδήποτε ζητούσε από όλα τα έθνη του κόσμου να διαλέξουν ποιους νόμους θεωρούν πιο σωστούς, αναπόφευκτα, μετά από προσεκτική σκέψη, θα προτιμούσε ο καθένας αυτούς της πατρίδας του. Όλοι ανεξαιρέτως πιστεύουν ότι τα δικά τους ήθη και έθιμα είναι τα καλύτερα· έτσι, είναι απίθανο να περιγελά κανείς αυτά τα πράγματα εκτός και αν είναι τρελός. Υπάρχουν άφθονες αποδείξεις ότι αυτό είναι καθολικό αίσθημα για τα αρχαία έθιμα της πατρίδας ενός ανθρώπου. (Ε γάρ τις προθείη πᾶσι νθρώποισι κλέξασθαι κελεύων νόμους τούς καλλίστους κ τν πάντων νόμων, διασκεψάμενοι ἄν λοίατο καστοι τούς ωυτν οτω νομίζουσι πολλόν τι καλλίστους τούς ωυτν νόμους καστοι εναι. Οὐκ ὧν οικός ἐστι ἄλλων γε μαινόμενον ἄνδρα γέλωτα τά τοιατα τίθεσθαι. ς δέ οτω νενομίκασι τά περί τούς νόμους ο πάντες ἄνθρωποι,)»12.
Βέβαια, έκτοτε, ακόμα και από την εποχή του Σάμμερ, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και οι αντιδράσεις που προξενεί το αλλογενές έχουν σε γενικές γραμμές αμβλυνθεί, αν δεν έχουν ξεπεραστεί σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες συνθήκες. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αναιρέθηκε πλήρως το πρόβλημα, καθώς εξακολουθούν να υφίστανται ήθη, έθιμα, πρακτικές κ.ά. που δύσκολα θα γίνονταν ανεκτά, όχι πάντοτε αδικαιολόγητα, από ορισμένες κοινωνίες. Λόγου χάριν από τις δυτικές, η αναφορά στις οποίες δεν σημαίνει ότι μόνο σε αυτές ενδημεί το πρόβλημα, γιατί ανάλογες απορρίψεις, ενίοτε και εντονότερες, υφίστανται και αλλού. Απλά, αφενός μεν τα παραδείγματα από τις δυτικές κοινωνίες γίνονται ευκολότερα κατανοητά, αφετέρου δε ο ψόγος για ελλιπή ανεκτικότητα διατυπώνεται κατά κανόνα και με περισσή επιπολαιότητα ή/και μεροληψία σχεδόν αποκλειστικά εναντίον τους. Ποια από αυτές, λοιπόν, θα έπρεπε – ή θα μπορούσε – να ανεχόταν, για παράδειγμα, να απαγορεύεται η εκπαίδευση ενός κοριτσιού, που μετά από λίγο θα γίνει πολίτης της χώρας, επειδή ανήκει σε μία κοινότητα αφγανών ή πακιστανών ταλιμπάν; Ποια θα έπρεπε να επιτρέπει την δια λιθοβολισμού εκτέλεση μιας μοιχαλίδας επειδή το απαιτεί το πάτριο δίκαιο της σαουδαραβικής φαμίλιας της; Ποια δεν θα ένιωθε αποτροπιασμό από τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων (κλειτοριδεκτομή) ενός θηλυκού βρέφους ή κοριτσιού κατά τα έθιμα μιας αφρικανικής μειονότητας; Ποια δεν θα αντιδρούσε με το κάψιμο μιας ινδής χήρας μαζί με την σορό του συζύγου της; Ένας πλήρης κατάλογος με ερωτήματα για ανάλογα επίμαχα θέματα θα ήταν μακρύς. Προφανώς, πάντως, θα μπορούσαν να παρατεθούν και αντίστοιχα ερωτήματα για δυτικές πρακτικές που απορρίπτονται από μη δυτικές κοινωνίες.
Κάθε λοιπόν δυτική κοινωνία αναγκάζεται, όπως και κάθε άλλη κοινωνία, να προστατεύσει τη συνοχή της και την κοινωνική ειρήνη περιορίζοντας την ελευθερία άσκησης πρακτικών που «σ’άλλη γη, σ’άλλα μέρη» δεν ενοχλούν. Ο περιορισμός, ωστόσο, δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι λεπτό θέμα. Θα προσκρούσει, πέρα από την απογοήτευση των κοινοτήτων που θα αισθανθούν ότι στερούνται το δικαίωμα ελεύθερης και ακώλυτης άσκησης απόλυτα θεμιτών για τις ίδιες πρακτικών κ.λπ., και στη χάραξη της διαχωριστικής γραμμής, για τα σημεία διέλευσης της οποίας θα υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις ανάλογα με τις ατομικές ευαισθησίες του καθενός.
 
Το παράδειγμα της ισλαμικής ενδυμασίας
Από αυτή την άποψη είναι ενδεικτικό το πρόβλημα που θέτουν οι διάφορες μορφές της ισλαμικής γυναικείας ενδυμασίας (τσαντόρ, μπούρκα, νικάμπ κ.ά.) που, επιφανειακά, δεν (θα έπρεπε να) αποτελεί παρά μία ανάξια λόγου παρωνυχίδα. Είναι θρησκευτικό σύμβολο ή τοπική ενδυμασία και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται ό όχι η απαγόρευσή του; Είναι μέσο και ένδειξη σεξιστικής υποταγής, οπότε δεν έχει θέση σε κοινωνία ισότητας των φύλων; Ενδέχεται να χρησιμοποιείται ως προπέτασμα για απόκρυψη της ταυτότητας δραστών παρανομίας, με συνέπεια να μην είναι θεμιτή ως περιβολή σε δημόσιους χώρους; Οι απόψεις διίστανται και, ως εκ τούτου, δεν είναι ευχερής μία απάντηση γενικής αποδοχής.
Έτσι, η “δυτική” Σούζαν Μπακ-Μορς υποστηρίζει ότι: «Όταν μορφωμένες γυναίκες αψηφούν τους κανόνες διαλέγοντας να φορέσουν την μπούργκα, αρνούνται την οπτική ταύτιση με την εκδυτικισμένη ελίτ της οποίας αναμένεται να αποτελέσουν μέρος. Αντί για ένδειξη οπισθοδρόμησης στο αρχαϊκό παρελθόν, η επιλογή αυτή μπορεί να θεωρηθεί έκφραση δημοκρατικής αλληλεγγύης προς τους μουσουλμάνους άνδρες και γυναίκες εκτός της ελίτ, στους οποίους ποτέ δεν έφτασαν τα υλικά της δυτικού τύπου νεωτερικότητας – ενώ την ίδια στιγμή συνιστά μια ιδιαίτερη φεμινιστική κριτική στην πραγματοποίηση του γυναικείου σώματος από την πολιτιστική βιομηχανία.»13.
Ας αναφερθεί παρενθετικά ότι η θέση της Σούζαν Μπακ-Μορς δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη ή απορία όταν η ίδια διατείνεται, για παράδειγμα, ότι: «Τίποτε, μας λέει ο δυτικός ηγεμονικός λόγος, δεν διακρίνει τόσο “εμάς” από “αυτούς” όσο η έλλειψη ελευθερίας των γυναικών στις ισλαμικές κοινωνίες. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι, αντί να φιμώνουν τη δύναμη των γυναικών, τα ισλαμιστικά καθεστώτα την υπογραμμίζουν, αναγνωρίζοντας μέσα από αυστηρούς και βίαιους περιορισμούς ότι αυτό που κάνουν οι γυναίκες είναι κρίσιμο για την κοινωνική και πολιτική τάξη. Το επιχείρημα που δικαιολογεί τους αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς, βασισμένο καθώς είναι στο σεβασμό προς τις γυναίκες (σε αντίθεση με τη “δυτική” εμπορευματοποίηση των γυναικών και την υποβάθμισή τους σε ρόλο σεξουαλικών αντικειμένων), ενέχει μία διαλεκτική δυναμική που μπορεί να οδηγήσει στην ίδια του την αναίρεση.»14 και «Οι γυναίκες του Ιράν, ως πρωτοπορία του προοδευτικού ισλαμισμού, επηρεάζουν αποφασιστικά τη σημερινή μεταρρυθμιστική τάση για κοινωνική φιλελευθεροποίηση.»15!
Να, όμως, τι λέει σχετικά με το ίδιο θέμα (και όχι μόνο) η ιρανή Σαχντόρτ Τζαβάν: «Θα έπρεπε να είχε ειπωθεί από καιρό ότι το σημάδεμα, “πολιτισμικό” και μέσο διάκρισης, του σώματος των ανήλικων κοριτσιών – κλειτοριδεκτομή, μαντήλα – απαγορεύεται πλήρως και ξεκάθαρα. Αυτή η απαγόρευση είναι ένα προαπαιτούμενο για κάθε συζήτηση για τον κοσμικό χαρακτήρα: τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται και έξω από το σχολείο. Χωρίς αυτή την προστασία, τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταναστών, με δεδομένο ότι οι συνθήκες ζωής των γονιών τους είναι δύσκολες και το καθημερινό τους περιβάλλον απωθητικό και σκληρό, αποτελούν λεία για προσηλυτισμό από τους ισλαμιστές. Είναι καθήκον των αρμοδίων να αναλάβουν την φροντίδα αυτών των ανήλικων κοριτσιών που είναι θύματα σεξουαλικών καταχρήσεων στην εφηβεία τους και να αναθέσουν την παρακολούθησή τους σε ειδικούς, αντί να συζητάνε για “τη μαντήλα στα σχολεία” με μια φούχτα ισλαμιστών. Γιατί, ας το επαναλάβουμε, το να εξαναγκάζεις τις ανήλικες να φοράνε μαντήλα, σημαίνει να κατέχεις το σώμα τους και να τις καταχράσαι σεξουαλικά, να τις προωθείς στη σεξουαλική αγορά με τον πιο ωμό τρόπο, να τις υποβάλλεις σε μία ψυχο-σεξουαλική κακομεταχείριση, έναν τραυματισμό που θα σημαδέψει για πάντα το σώμα και το πνεύμα των μελλοντικών γυναικών.»16.
Ακόμα, λοιπόν, και αν ακούσει κανείς τον «μύθον» αμφοτέρων των πλευρών δεν είναι εύκολο να «δικάσει δίκην» μόνο επί τη βάσει αυτών, χωρίς να υπεισέλθει και η ατομική κρίση και ο υποκειμενικός παράγων.
 
Η ετεροφοβία
Η παράθεση όλης αυτής της προβληματικής καταδεικνύει πόσο υπερβαίνουν τα εσκαμμένα όσοι καθ’έξιν (και, πρέπει να υπογραμμιστεί, όχι πάντοτε καλοπροαίρετα) προσάπτουν κάποια μορφή ετεροφοβίας σε εκείνους που διατυπώνουν ακόμα και απλές επιφυλάξεις σχετικά με απαιτήσεις πληθυσμιακών ομάδων ή μειονοτήτων. Η ετυμολογία της λέξης περιορίζει την ετεροφοβία στην φοβία του ετέρου, του άλλου, η οποία ενδέχεται να είναι και απόλυτα δικαιολογημένη ως αποτέλεσμα είτε επιθετικής ενέργειας ή διάθεσης είτε απειλής που προέρχεται από τον “έτερο”. Καθ’υπέρβασιν της ετυμολογίας, ως ετεροφοβία θα πρέπει να εκληφθεί ο φόβος ή/και το μίσος για το διαφορετικό (την ετερότητα) και τους φορείς του. Φόβος ή/και μίσος των οποίων η εξωτερίκευση μπορεί να πάρει μορφή από εκδήλωση απόρριψής τους έως προσφυγή σε βίαιες ενέργειες εναντίον τους. Αυτό συνεπάγεται ότι στο πλαίσιο μιας κάποιας ετεροφοβίας εντάσσονται στάσεις ή ενέργειες που παραπέμπουν σε μία απροκάλυπτη φοβία συνύπαρξης ή σε έναν έκδηλο ή συγκεκαλυμμένο επιθετικό ρατσισμό. Και όχι, προφανώς, σε μία απλή κριτική ή, έστω, σε απαγόρευση πρακτικών με αιτία ή πρόσχημα το ότι δεν συμβιβάζονται με τις αξίες που επικρατούν σε μία κοινωνία.
 
Η ιδεολογική τρομοκρατία
Αλλά εδώ υπεισέρχεται η ιδεολογική τρομοκρατία.
Με τις νέες τεχνολογίες, όταν κάποιος θέλει να διευρύνει την εμβέλεια μιας άποψης, φακελώνει το κείμενο με την άποψη, επιλέγει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τις διαδικασίες «έναρξη συγχώνευσης αλληλογραφίας» και, στη συνέχεια, «επιλογή ετικέτας» και, τέλος, δρομολογεί την διανομή.
Με τις νέες επιχειρηματολογίες, όταν κάποιος θέλει να συρρικνώσει την εμβέλεια μιας άποψης, “φακελώνει” τον εκφραστή της άποψης, επιλέγει στο συκοφαντικό οπλοστάσιο τις διαδικασίες «έναρξη αποδόμησης προσωπικότητας» και, στη συνέχεια, «επιλογή ετικέτας» και, τέλος, διαχέει την διαβολή.
Έτσι ξεμπερδεύει μια και καλή και με συνοπτικές διαδικασίες με την αντιπαράθεση. Η μεθόδευση δεν διεκδικεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Χρόνια τώρα προσφεύγουν στην αθλιότητα του «προσάψτε, στιγματίστε, τελειώσατε», παραλλαγής μιας παλιάς διαφήμισης απορρυπαντικού («ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε»), όσοι αντιμετωπίζουν πενία επιχειρημάτων ή αδιαφορούν γι’αυτά. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα πολυπράγμονος συγγραφέα, ο οποίος αποφαίνεται αφοριστικά για αυτούς που κρίνουν αδικαιολόγητη και ακραία την καθολική υποκατάσταση του «ως» από το «σαν»: «Η καταγγελία αυτή των δήθεν ακροτήτων της δημοτικής θέλησε να πετύχει μ’ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια: καταγγέλλοντας δηλαδή την "ξύλινη" κομματοπαγή δημοτική, ορισμένοι χτυπούσαν και την αριστερά, και τη δημοτική, και τις οργανωμένες νεολαίες.»17! Έτσι, επειδή εξυπακούεται ότι όποιος «χτυπά και την αριστερά, και τη δημοτική, και τις οργανωμένες νεολαίες» είναι εξ ορισμού καταδικαστέος, παρακάμπτεται η ουσία της διαφοράς των απόψεων, περιττεύει η επιχειρηματολογία – για το κατά πόσο πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση το «ως» και το «σαν» ή να γενικευθεί (με “φετφά” των γλωσσαμυντόρων της πλέριας δημοτικής) η χρήση του «σαν» – και “δικαιώνεται” πανηγυρικά η πλευρά της άποψης που τον αντιμάχεται.
Δεν πρόκειται παρά για μία μορφή “ιδεολογικής τρομοκρατίας” και φίμωσης, μέσω αυτής, κάθε ενοχλητικού αντίλογου. «Είναι ένα ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά ένας ολοκληρωτισμός υποκριτικός και ύπουλος. Αποσκοπεί στην αφαίρεση του λόγου από αυτόν που αντιλέγει, ο οποίος μετατρέπεται σε ένα στόχο που πρέπει να εξοντωθεί. Χωρίς, όμως, να χυθεί αίμα: απλά με τη διάχυση των λέξεων. Των λέξεων της καλής συνείδησης. Των λέξεων των μεγάλων συναισθημάτων. Των λέξεων που σκοτώνουν.»18 επισημαίνει ο Ζαν Σεβιλιά. Και επεξηγεί: «Συνίσταται κατ’αρχήν στο να ενσταλάξει στο φαντασιακό μιας χώρας το αρχέτυπο του κακού… Στη συνέχεια, η συνηθισμένη τεχνική οδηγεί στην εξομοίωση του αντιπάλου με το αρχέτυπο του κακού. Το αποτέλεσμα αυτού του συμφυρμού είναι ριζικά αποτρεπτικό: ποιος θα διακινδύνευε να χαρακτηρισθεί, για παράδειγμα, φασίστας ή ρατσιστής; Το κατηγορητήριο μπορεί να διατυπώνεται ξεκάθαρα ή με υπαινιγμούς: κάθε αντίπαλος μπορεί να κατηγορηθεί όχι για αυτό που σκέπτεται, αλλά για τις σκέψεις που του αποδίδουν. Και, όπως επιβάλλει ο μανιχαϊσμός, στο τέλος δρομολογείται μία άλλη λογική: η δαιμονοποίηση. Δεν χρειάζεται συζήτηση για να πεισθεί ο άλλος: αρκεί ο εκφοβισμός, η καλλιέργεια ενοχών, η απαξίωση.»19. Σημειωτέον ότι η αποτελεσματικότητα μιας ιδεολογικής τρομοκράτησης αυτής της μορφής είναι πολλαπλάσια σήμερα χάρις στις δυνατότητες που προσφέρει το social bullying, δηλαδή ο εκφοβισμός μέσω των διαφόρων κοινωνικών δικτύων, άμεσος με τη διατύπωση απειλών ή έμμεσος με την διάδοση μιας απαξιωτικής εικόνας (πολύ συχνά με ψεύτικα ή κατασκευασμένα στοιχεία).
Αυτής της μορφής τρομοκρατία ζει σχεδόν μόνιμα η ελληνική κοινωνία, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονα. Προδικτατορικά, για παράδειγμα, με την αλήστου μνήμης ρετσινιά του “συνοδοιπόρου” από αυτούς που είχαν αναλάβει εργολαβικά την έκφραση των νικητών του εμφυλίου και μεταδικτατορικά με την ακατάσχετη προσφυγή από την πλευρά που κινείται στον ιδεολογικό αντίποδα σε χαρακτηρισμούς όπως “χουντικός”, “φασίστας” και, πιο πρόσφατα, “νεοφιλελεύθερος”.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει κατά κόρον τελευταία και όχι μόνο στην Ελλάδα με τη γενικευμένη προσφυγή σε μομφές κάποιου είδους “ετεροφοβίας”, όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή φοβίας του “άλλου”, του “διαφορετικού”, του “ξένου”.
 
Η περίπτωση της ισλαμοφοβίας
Από τον ορισμό της ετεροφοβίας και μόνο, λοιπόν, φαίνεται ότι η χρήση του όρου ως επιτίμησης, ιδιαίτερα στην συνηθέστερη τελευταία εκδοχή του της “ξενοφοβίας” και δη της “ισλαμοφοβίας”, καταντάει, συχνά, επιεικώς καταχρηστική. Είναι δε προφανής η σκοπιμότητα αυτής της κατάχρησης: να διευκολύνει την απαξίωση και την συνακόλουθη απόρριψη κάθε κριτικής του ισλαμισμού με την ταύτισή της και μόνο με ρατσισμό. Και να φιμώσει κάθε κριτική, ακόμα και την πιο καλοπροαίρετη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μουσουλμάνοι έχουν υποστεί πολλά από δυτικές δυνάμεις και σε ορισμένες περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν (και αντιμετωπίζονται) σε δυτικές χώρες με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από απαράδεκτος έως εγκληματικός. Πέρα, όμως, από το ότι σε άλλους γεωγραφικούς χώρους συνέβαινε (και συμβαίνει) ακριβώς το αντίστροφο, χωρίς να ιδρώσει το αυτί αυτών που καταφεύγουν στην κατάχρηση της μομφής για “ισλαμοφοβία”, αυτό δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό ως “ισλαμόφοβης” κάθε απλής διατύπωσης αντίρρησης σε διεκδικήσεις ή συμπεριφορές ισλαμικών κοινοτήτων σε δυτικές χώρες, μόνο και μόνο επειδή δεν συνάδει με το ρεύμα της ευμενέστερης αντιμετώπισής των. Δεν ανταποκρίνεται, δηλαδή, στο μονόπλευρα καθορισμένο κατά περίπτωση “πολιτικώς ορθό”, καθιστώντας περιττή κάθε αντίκρουση με επιχειρήματα. Σε γενικές γραμμές, δεν έχει έρεισμα η χρήση του εφόσον η αντίδραση ούτε εκφράζει κυριολεκτικά φόβο για τον ισλαμισμό ούτε παρακινεί σε βιαιότητες κατά των μουσουλμάνων. «Η ξενοφοβία, ασφαλώς καταδικαστέα, έχει ανατραπεί αφελώς σε ξενοφιλία, ως εάν η ανατροπή προς το αντίθετο να ήταν προϋπόθεση “προόδου”.»20 παρατηρεί ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ. Και, στο όνομα της καταπολέμησης μιας (εν τινι μέτρω υποθετικής) μισαλλοδοξίας, η ξενοφοβία καταλήγει στην ανάπτυξη μίας αντίρροπης μορφής μισαλλοδοξίας, μίσους, δηλαδή απέχθειας ή και εχθρότητας, κατά της ετέρας “δόξης”, δηλαδή γνώμης ή άποψης.
Μπορεί, λοιπόν, να αιτιολογείται η απόδοση σε “ισλαμοφοβία” περιπτώσεων, όπως η αντίθεση στην κατασκευή λατρευτικού χώρου για μωαμεθανούς το θρήσκευμα με πρόσχημα τον κίνδυνο εξισλαμισμού, αλλά δεν θα συνέβαινε το ίδιο σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση απόρριψης της τιμωρίας της κλοπής με το κόψιμο του χεριού του κλέφτη. Και δεν είναι εύλογο να κατηγορηθεί κάποιος ως “ισλαμόφοβος” απλά και μόνον επειδή συμμερίζεται απόψεις (ή διατυπώνει ανάλογες σκέψεις), όπως, λόγου χάριν και μετά από έναν περιορισμένο ερανισμό, οι ακόλουθες: «Αλλά εναπόκειται να καταλάβουμε γιατί αυτές οι αδιαφιλονίκητες επιπτώσεις του Διαφωτισμού δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αποφασιστική και περίπου αμετάκλητη μεταλλαγή του ισλάμ. Η σημερινή κατάσταση αυτών των χωρών δείχνει ότι η επιρροή του Διαφωτισμού όχι μόνο ήταν ανεπαρκής αλλά ειλικρινά απογοητευτική. Δεσποτισμός, φανατισμός, σκοταδισμός, οικονομική αθλιότητα, υπανάπτυξη, απουσία εμπεδωμένου κοινωνικού συμβολαίου: αυτή είναι η διάγνωση που τοποθετεί τις χώρες του ισλάμ μακριά από τα μαθήματα του Διαφωτισμού.»21, «Να είσαι άραβας σήμερα και να ζεις σε αραβικό χώρο, το βλέπετε, αυτό καταλήγει στο να χτυπάς το κεφάλι σου σε έναν χοντρό τοίχο εξαιτίας άλυτων προβλημάτων πολιτικής, κοινωνικής και υπαρξιακής υφής. Παρότι το χτυπάμε αρκετά, τίποτε δεν αλλάζει. Έξω από το πόσες μελανιές έχουμε στο δέρμα μας. Ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε να χτυπάμε αυτόν τον τοίχο από μέσα. Είναι η μόνη μας ελπίδα.»22 και: «Το Ισλάμ και η Σαρία, των οποίων εκθειάζουν τόσο τα προτερήματα, είναι ασφαλώς ένα θαυμάσιο ανέλπιστο εύρημα, υπό την προϋπόθεση να βρίσκεσαι στην Ευρώπη, μακριά από τον νόμο της ανταπόδοσης των ίσων, μακριά από τα συνοπτικά θρησκευτικά δικαστήρια, μακριά από τις κινητές περιπόλους του Θεού που, για το τίποτε, φορτώνουν στα οχήματά τους τις γυναίκες και τις υποβάλλουν με το μαστίγωμα σε έναν σωτήριο σωφρονισμό, μακριά από αυτόν τον συρφετό των ανωνύμων, από αυτήν την λεγεώνα των απρόσωπων που, με σφιγμένες και υψωμένες τις γροθιές, καθυβρίζουν όλες τις διεθνείς αρχές.»23, τις οποίες έχουν διατυπώσει καθαρόαιμα τέκνα του ισλαμικού χώρου, δηλαδή ο Αμπντελβαχάντ Μεντέμπ, η Ζουμανά Χαντάτ και ο Νταριούς Σαγιεγκάν αντίστοιχα. Όλοι αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι ομοιοπαθείς τους (ας αναφερθούν πρόχειρα οι πιο διάσημοι από αυτούς, οι Σαλμάν Ρουσντί και Αγιαάν Χιρσί Αλί, που ζουν "τεθωρακισμένοι" και συχνά περιπλανώμενοι εξαιτίας του έπους που διέφυγε του έρκους των οδόντων τους εδώ και χρόνια), μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν “ισλαμόπληκτοι”, αλλ’επ’ουδενί “ισλαμόφοβοι”.
“Ισλαμόπληκτος” αλλ’επ’ουδενί “ισλαμόφοβος” μπορεί να θεωρηθεί και ο αλγερινός Καμέλ Νταούντ, ο οποίος βρέθηκε στο στόχαστρο των φανατικών ισλαμιστών μετά από ένα διόλου επιθετικό άρθρο του σχετικά με τα επεισόδια στην Κολωνία, κατά τις εορτές της μετάβασης από το 2015 στο 2016, σε βάρος γερμανίδων, τα οποία είχαν αποδοθεί σε μωαμεθανούς μετανάστες-πρόσφυγες. Ο Καμέλ Νταούντ, είχε απλά αποδώσει γενικά την συμπεριφορά των τελευταίων σε πολιτισμικές διαφορές, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι: «Από τον πρόσφυγα βλέπουμε την ιδιότητά του, αλλ’όχι την κουλτούρα του. Είναι το θύμα πάνω στο οποίο οι δυτικοί προβάλλουν προκαταλήψεις, αίσθηση καθήκοντος ή ενοχής.»24 και «Ο πρόσφυγας είναι λοιπόν ένας “άγριος”; Όχι. Είναι απλά διαφορετικός και δεν μπορεί να αρκούν ο εφοδιασμός του με κομμάτια χαρτί και η προσφορά ενός ομαδικού κρεββατιού για να ξαλαφρώσεις τη συνείδησή τους. Θα πρέπει να δώσεις άσυλο στο σώμα και να πείσεις το πνεύμα να αλλάξει.»24, χωρίς μάλιστα να χαρισθεί διόλου στην ακροδεξιά εκμετάλλευση των γεγονότων! Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί, ιδιαίτερα μετά την αναδημοσίευση του κειμένου του και σε άλλα έντυπα, στη μέση των διασταυρούμενων πυρών των φονταμενταλιστών του ισλάμ και μιας κάποιας αριστεράς και να δηλώσει ότι εγκαταλείπει την δημοσιογραφία. Άμεση ήταν η αντίδραση της άλλης αριστεράς που τον παρότρυνε να μην υποχωρήσει. Έτσι, η Σαρά Ντανιέλ έγραφε σε ένα καθαρά αριστερής απόκλισης έντυπο: «Και οι διανοούμενοι, συγγραφείς όπως ο Καμέλ Νταούντ, εγκλωβίζονται ανάμεσα σε δύο πνευματικούς ολοκληρωτισμούς. Από τη μία αυτός των φονταμενταλιστών της Daesh, από την άλλη αυτών που οι επικριτές των αποκαλούν “ισλαμο-αριστεριστές”, οι οποίοι αγεληδόν φωνάζουν για ισλαμοφοβία έτσι και κάποιος αρχίζει να διατυπώνει μία κριτική ανάλυση των αρχών διαβίωσης που συνιστά ένα οπισθοδρομικό ισλάμ που εισάγεται από την Σαουδική Αραβία.»25, επιβεβαιώνοντας πλήρως, αν όχι τον στόχο, τουλάχιστον το αποτέλεσμα της ιδεολογικής τρομοκρατίας με το πρόσχημα της ισλαμοφοβίας.
Ας διευκρινισθεί ότι η κριτική συμπαράταξη με ανάλογες απόψεις και, εν γένει, κάθε κριτική ενός στοιχείου της παράδοσης του “άλλου” δεν σημαίνει φυλετική διάκριση. Όπως και η αποδοχή της ισότητας των ατόμων δεν συνεπάγεται με τη σειρά της μία πολιτισμική ισοπεδωτική αξιολογική εξίσωση, τουλάχιστον από αυτούς που δεν συμμερίζονται τα αξιακά προτάγματά τους. Όπως λέει ο Νταριούς Σαγιεγκάν: «Ο σεβασμός προς μία κουλτούρα – ακόμα και “πρωτόγονη” – και η εκπεφρασμένη αναγνώριση της συμβολής της στην ανθρώπινη γνώση δεν την αναβαθμίζουν ipso facto στην ίδια στάθμη με άλλες κουλτούρες, οι οποίες, με τον τρόπο τους, αποκαλύπτουν άλλες όψεις του είναι, άλλες οπτικές ορθότητας.»26. Αν δε αυτή η «ipso facto αναβάθμιση» δεν ισχύει για κουλτούρες στο σύνολό τους, δεν ισχύει έτι μάλλον για επιμέρους στοιχεία τους, πολλά από τα οποία είναι, μάλιστα, και αμφισβητήσιμης γνησιότητας και καθολικότητας στο εσωτερικό της κοινότητας που διέπεται από τη συγκεκριμένη κουλτούρα.
 
Η καλή προαίρεση της αριστεράς
Μετά από όλα αυτά, εύλογη θα ήταν η απορία για το πώς παρασύρονται από αυτό το ρεύμα “ξενοφιλίας” (και δη “ισλαμοφιλίας”) άτομα που έχουν γαλουχηθεί με τη δυτική κουλτούρα, ιδιαίτερα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως “προοδευτικά” ή/και “αριστερά”, και για το τι έλξη ασκεί σε αυτά ιδιαίτερα η πιο ακραία έκφραση του ισλάμ. Ο γάλλος, αριστερός ειρήσθω εν παρόδω, ιστορικός και στοχαστής Ζακ Ζυλλιάρ δεν κρύβει τη συναφή του έκπληξη: «Εκπλήσσει η δύναμη εκφοβισμού την οποία ασκεί το ολοκληρωτικό ισλάμ σε ένα τμήμα της αριστεράς και, κυρίως, της άκρας αριστεράς, σε σημείο που εξουδετερώνει τις κοσμικές και αντιρατσιστικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες ωστόσο είναι η τροφός της δημοκρατίας.»27. Το παράδειγμα της Σούζαν Μπακ-Μορς είναι εύγλωττο. Είναι, όντως, περίεργο (αλλ’όχι ανεξήγητο) το ότι στην αποδοχή του πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού ατόμων ή ομάδων ρέπουν οι ιδεολόγοι της πρόταξης του κοινωνικού σε σχέση με το ατομικό. Αυτή, όμως, η παροχή της δυνατότητας πολιτισμικής εξατομίκευσης σε συνδυασμό με το αίτημα νομιμοποίησης (με πλήρη δικαιώματα πολίτη) όλων των μεταναστών, οδηγεί σε ουσιαστική κατάλυση, σύμφωνα και με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, όχι μόνο ενός εθνικού κράτους, αλλά και αυτής της κρατικής οντότητας (και εξουσίας). Και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται μία ακόμα αντίφαση: την υποθάλπουν ένθερμα κατ’εξοχήν κρατιστές από ιδεολογική άποψη!
Μία πρώτη εξήγηση της στάσης τους είναι η (καλοπροαίρετη) αναζήτηση από άτομα, τα οποία ταυτίστηκαν κάποτε με ένα όραμα, ενός νέου οράματος, μιας σανίδας σωτηρίας και ιδεολογικής δικαίωσης μετά την απογοήτευση από την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν είναι, ως εκ τούτου, τυχαίο το ότι αυτός ο “μεταναστευτισμός” άρχισε να ακμάζει μετά την αυτονόμηση του πρώτου υποκατάστατου, της οικολογίας, την ανάδειξη των οικονομικών αδιεξόδων της, την ασυμβατότητά της με διάφορα σοσιαλιστικά αιτήματα και, τέλος, την αποκάλυψη των αντι-οικολογικών πρακτικών όλων λίγο-πολύ των αριστερών καθεστώτων-φάρων. «Προς το τέλος του 20ου αιώνα γεννήθηκε η μεσσιανική ουτοπία της σωτηρίας δια μέσου της μετανάστευσης, έχοντας ως συμπλήρωμα την προφητεία της αυτοκατάργησης της μετανάστευσης, όταν όλοι οι άνθρωποι θα είναι μετανάστες.»28 κατά τον Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ.
Μία άλλη εξήγηση θα μπορούσε να ήταν ένας (πάλι καλοπροαίρετος) υπερβάλλων ανθρωπισμός που απορρέει από την φιλοσοφία του «buonismo» ή «angélisme» που έχει συνεπάρει πολλούς αριστερούς. Κατά τον Ραφφαέλε Σιμόνε: «στον κόσμο των ανθρώπων – υποστηρίζει αυτή η φιλοσοφία – δεν υπάρχει τίποτε αληθινά επικίνδυνο και στραβό. Ό,τι συμβαίνει έχει καλώς, ό,τι δεν πάει ακόμα καλά θα βρει τον δρόμο του σιγά σιγά, ό,τι στράβωσε θα επιδιορθωθεί.»29. Ως εκ τούτου: «Ο μπουονιστής αρνείται να πάρει ριζικά μέτρα για να θεραπεύσει τα νέα κοινωνικά φαινόμενα ή να τους δώσει διεξόδους, ακόμα και στην περίπτωση που αυτά θα έπρεπε να φαίνονται επικίνδυνα ή να προκαλούν φόβο και να ταρακουνούν τον κόσμο (ακόμα και μέσα στο κοινό της αριστεράς).»30. Κοντολογίς, ο “μπουονιστής” προκρίνει ένα αριστερής προσέγγισης κοινωνικό «laissez faire – laissez passer»! Στην εφαρμογή του στο θέμα της μετανάστευσης «ο μπουονισμός είναι πράγματι η θεωρία του να υποδέχεσαι τα πάντα και τους πάντες, του "αφήστε να μπουν, αφήστε να κάνουν ό,τι κάνουν, αφήστε να πάρουν τον δρόμο τους", ακόμα και αν αυτό θα είχε ένα αντίτιμο (σε αταξία, ανασφάλεια, φοβία, εγκληματικότητα) που οι πολίτες δεν είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν.»31, για να αποδειχθεί συν τοις άλλοις ότι η επίκληση της φωνής του λαού είναι επιχείρημα για αυτά τα κλάσματα της αριστεράς μόνον όταν η φωνή δεν διαφωνεί με την φωνή αυτού που την επικαλείται!
Εναλλακτικά, η εφεκτική στάση τους θα μπορούσε να οφείλεται στην υπερβολική (πάντα καλοπροαίρετη) υποταγή τους στις επιταγές του “πολιτικώς ορθού”. Επιταγές, οι οποίες, με την πρόταξη της αποφυγής κρίσης – σχολίων – χαρακτηρισμών που μπορούν να θίξουν μία ομάδα ανθρώπων, ισοπεδώνουν τα πάντα, θέτουν φραγμούς στην ελεύθερη έκφραση και αποτρέπουν την ανάδειξη κακώς κειμένων, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύονται οι αρετές των “καλώς κειμένων”. Χώρια ή ιδίως που επιβάλλονται ουσιαστικά σε ορισμένες φωνές μόνον, ενώ οι αντίπαλές των δεν αποδέχονται την ισχύ τους. Όπως διαπιστώνει ο Κάρλο Στρένγκερ «Το πολιτικώς ορθό δείχνει να είναι όλο και περισσότερο ένα τρόπος να βάζεις αυτογκόλ, όπως λένε στο ποδόσφαιρο, και βλέπεις καθημερινά πως παραλύει την αριστερά, αλλά και πολιτικές δυνάμεις του κέντρου, όταν πρόκειται να υπερασπιστούν δυτικές αξίες.»32, εννοώντας αξίες του Διαφωτισμού, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
 
Και οι υστεροβουλίες της
Υπάρχει, ωστόσο, και μία άλλη (κακόβουλη) πιθανότητα: πίσω από το προπέτασμα ενός «buonismo» ή «angélisme» των τμημάτων της αριστεράς, στα οποία αναφέρεται ο Ζακ Ζυλλιάρ, να κρύβεται όντως ένας «μεταναστευτισμός». Όχι, όμως, ως μία νέα «μεσσιανική ουτοπία», αλλ’ως μία στρατηγική, την οποία επιβάλλει μία πολιτική υστεροβουλία με πολλαπλούς, βραχυπρόθεσμους ή/και μακροπρόθεσμους, στόχους. Στους πρώτους, τους βραχυπρόθεσμους, θα μπορούσε να ενταχθεί, για παράδειγμα, η δημιουργία (με τη συγκέντρωση μεταναστών) γκέττο, όπου θα είναι δυσχερής η άσκηση της κρατικής εξουσίας και, εκ των πραγμάτων, θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν δραστηριότητες που δεν είναι ανεκτές σε άλλους χώρους. Από αυτήν την κατάσταση δεν θα επωφελούνται, φυσικά, μόνο μετανάστες, αλλά και κάθε είδους ομάδες που επιδιώκουν να υπονομεύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα, οι οποίες θα καταφεύγουν εκεί για ασφάλεια και ελευθερία δράσης.
Στους ίδιους βραχυπρόθεσμους λόγους θα μπορούσαν να ενταχθούν και τα ενδεχόμενα εκλογικά οφέλη από την στροφή των πιο ευάλωτων ομάδων ψηφοφόρων προς ακροδεξιούς σχηματισμούς, την οποία θα προκαλούν η έντονη παρουσία ομάδων μεταναστών, οι τυχόν οχληρές δραστηριότητές τους και το (πραγματικό ή υποθετικό) κατά Ραφφαέλε Σιμόνε αντίτιμο που πρέπει να καταβληθεί. Ως απόρροια αυτής της στροφής, αφενός μεν λόγω του φυλλορροήματος της υποστήριξης των υπόλοιπων κομμάτων, αφετέρου δε λόγω της συστολής των συνολικών δυνάμεων του υπόλοιπου “συνταγματικού τόξου”, θα διευκολύνεται ή θα καθίσταται αναπόφευκτη η συμμετοχή της προσχηματικά “μπουονιστικής” αριστεράς σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ενδεχομένως δε και από θέση ισχύος.
Στους δεύτερους, τους μακροπρόθεσμους, θα μπορούσε να ενταχθεί ένας ακόμα εκλογικός στόχος: εάν δεν υπάρξει κάποια δραματική ανατροπή των τάσεων που επικρατούν τα τελευταία χρόνια (και δεν τις έχει ανακόψει η οικονομική κρίση) οι (χθεσινοί, σημερινοί και αυριανοί) μετανάστες θα αποτελούν τον κύριο όγκο του προλεταριάτου του μέλλοντος, της εκλογικής δηλαδή δεξαμενής από όπου αντλεί ή αναμένει να αντλεί η συγκεκριμένη αριστερά τις ψήφους της.
Στους ίδιους θα μπορούσε να ενταχθεί και ένας άλλος πολύ πιο περίπλοκος, φιλόδοξος και ρεβανσιστικός στόχος: η παράλυση και, γιατί όχι, η αποσύνθεση από τη διαλυτική δυναμική των μεταναστευτικών κυμάτων που δεν αφομοιώνονται ή δεν ενσωματώνονται αποτελεσματικά σ’αυτήν, της φιλελεύθερης αστικής κοινωνίας, η οποία απέρριψε μέχρι τώρα ως ξένο σώμα τους εσχατολογικούς ουτοπισμούς αυτών των δυνάμεων της αριστεράς. Προοπτική εφιαλτική μεν, αλλά καθόλα πιθανή όσο το πληθυσμιακό βάρος αυτών των κυμάτων αυξάνεται με ρυθμούς που δεν επιτρέπουν καν την χωρίς κραδασμούς σταδιακή ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία και πυροδοτούν αναπόφευκτες εντάσεις. Αυτή δε η προοπτική δικαιολογεί την ανεκτικότητα μιας μερίδας της αριστεράς προς καταστάσεις ή/και συμπεριφορές, οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα την ερέθιζαν υπέρμετρα, αλλά και την προτίμησή της προς την πολυπολιτισμικότητα σε σχέση προς την αφομοίωση του μη γηγενούς στοιχείου: με αυτόν τον τρόπο ευνοείται η ανάπτυξη εσωστρεφών γκέττο και συντηρείται η ένταση μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων.
Άλλωστε, δικαιώνει τόσο τους μεσοπρόθεσμους όσο και τους μακροπρόθεσμους στόχους της η κρίση ταυτότητας και οι διαλυτικές τάσεις που έχει προκαλέσει η μαζική εισροή προσφύγων και μεταναστών των μέσων της δεκαετίας του 2010 στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οποία, σημειωτέον, ήταν κάρφος στον οφθαλμό της ευθύς εξ αρχής επειδή αποτελούσε τροχοπέδη στις επιδιώξεις της σε κλίμακα μεμονωμένου κράτους.
 
Η επιλογή της ισλαμοφιλίας
Στο σημείο αυτό θα ανέκυπτε εύλογα το ερώτημα γιατί αυτή η εκδήλωση του μεταναστευτισμού με το προκάλυμμα της “ξενοφιλίας” παίρνει τη μορφή κατά κύριο λόγο μίας “ισλαμοφιλίας”. Μία πρώτη εξήγηση είναι ότι τα σημερινά μεταναστευτικά κύματα αποτελούνται κατά κύριο λόγο από μουσουλμάνους. Μία δεύτερη το ότι οι μουσουλμάνοι μετανάστες διεκδικούν εντονότερα το δικαίωμα ανεμπόδιστης και εμφατικής άσκησης αυτών που τα συνδέουν με τη θρησκεία τους ή τα αποδίδουν σ’αυτήν, στις τάξεις τους παρατηρείται η μεγαλύτερη δυσκολία ή άρνηση ενσωμάτωσης και από αυτές τις τάξεις στρατολογούνται οι περισσότεροι αναλογικά “επαναστάτες”, “ταραξίες”, “θορυβοποιοί”, “τρομοκράτες” και λοιποί φορείς του προσφιλούς τους αντιδυτικού/αντιαστικού/αντιδημοκρατικού μίσους. Εύλογα, λοιπόν, οι συγκεκριμένες δυνάμεις του “μεταναστευτισμού” δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στην ενοχοποίηση κάθε κριτικής του ισλαμισμού με την επίκληση της “ισλαμοφοβίας”.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό το ότι δεν γίνεται επίκληση καμίας άλλης “ετεροφοβίας” με τόση ευκολία όσο της “ισλαμοφοβίας” ακόμα και για ταυτόσημα περιστατικά. Καμία λεκτική ή έμπρακτη “εχθροπάθεια” ισλαμιστών κατά χριστιανών ή εν γένει δυτικών δεν χαρακτηρίζεται ως “χριστιανοφοβία” ή “δυτικοφοβία”. Ποιος, για παράδειγμα, έχει αποδώσει σε “χριστιανοφοβία” την ανυπαρξία λατρευτικών χώρων για χριστιανούς σε ορισμένες ισλαμικές χώρες; Ή την απαγόρευση πρόσβασης μη μουσουλμάνων σε ορισμένους χώρους; Ή τις βίαιες ενέργειες σε βάρος ακόμα και γηγενών χριστιανών (π.χ. των αιγυπτίων Κοπτών), οι οποίοι προϋπήρξαν σε μετέπειτα μουσουλμανικά εδάφη; Ποιος έχει χαρακτηρίσει απόψεις, όπως αυτές της Σούζαν Μπακ-Μορς, ως “χριστιανόφοβες” ή “δυτικόφοβες” ή και “φεμινιστόφοβες”; Ποιος θα χαρακτήριζε “βρετανόφοβη” την απαγόρευση της κυκλοφορίας οχημάτων με τους κανόνες (κυκλοφορία στην αριστερή πλευρά του οδοστρώματος, προσπέρασμα από δεξιά) του Ηνωμένου Βασιλείου σε χώρες όπου ισχύουν οι αντίθετοι κανόνες ή “ευρώφοβη” την απαγόρευση πόσης οινοπνευματωδών σε αραβικές χώρες;
 
Η ομοφοβία
Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όσοι “πιπιλίζουν” άκριτα και κατά κόρον τα περί “ισλαμοφοβίας” αποφεύγουν συστηματικά να αναφέρουν ότι, σε γενικές γραμμές, οι μουσουλμάνοι, οι στόχοι της υπαρκτής ή υποθετικής “ισλαμοφοβίας”, είναι τα πλέον επιρρεπή άτομα στο “αμάρτημα” της ετέρας “ετεροφοβίας” του συρμού, της “ομοφοβίας”!
Στην περίπτωση της τελευταίας, αντικείμενο του “φόβου” είναι τα άτομα, των οποίων οι σεξουαλικές προτιμήσεις διαφέρουν από αυτές της κατεστημένης πλειοψηφίας, δηλαδή οι ομοφυλόφιλοι αμφοτέρων των φύλων, οι αμφοφυλόφιλοι κ.λπ. Για συντομία υπάγονται σε μία κατηγορία που προσδιορίζεται από το πρώτο συνθετικό της λέξης ομοφυλοφιλία.
Και σε αυτήν την περίπτωση, η ακριβολογία επιβάλλει να θεωρούνται ομόφοβα τα άτομα που είτε φοβούνται έκδηλα τις επιπτώσεις της ύπαρξης ομοφυλοφίλων και επιδιώκουν την ενεργητική ανάσχεση της απροκάλυπτης εκδήλωσης και ικανοποίησης των προτιμήσεων αυτών, είτε δεν αποδέχονται τη δυνατότητα ύπαρξης των εν λόγω διαφορετικών σεξουαλικών προτιμήσεων και εκδηλώνουν την αντίθεσή τους με βιαιότητα (φυσική, λεκτική κ.ά.).
Με αυτό το δεδομένο είναι υπερβολική ή εκ του πονηρού η επέκταση του χαρακτηρισμού εναντίον εκείνων που τολμούν να έχουν αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις σχετικά με την ικανοποίηση κάποιου από τα αιτήματα αυτών των ομάδων, όχι μόνον εφόσον αυτό δεν συνοδεύεται από εκδηλώσεις βίας ή προτροπές για άσκησή της, αλλά ακόμα και εάν τα φερόμενα ως ομόφοβα άτομα συμμερίζονται πλήθος άλλων διεκδικήσεων των ομοφυλοφίλων. Συντηρητισμός μπορεί να είναι, “ομοφοβία” όχι.
__________________________________________________________________________________
1 Ruth Benedict: «Patterns of Culture». Εκδ. Mariner Books 2005, σελ. 7. – Η Ruth Benedict υπήρξε η κορυφαία αμερικανίδα ανθρωπολόγος των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
2 Claude Lévi-Strauss: «Race et Histoire», ελληνική μετάφραση «Φυλές και Ιστορία». Εκδ. Μπάυρον 1973, σελ. 19-20. Ο γάλλος ανθρωπολόγος Claude Lévi-Strauss κατατάσσεται στους κορυφαίους εκπροσώπους του στρουκτουραλισμού.
3 Pierre Clastres: «Archéologie de la violence. La guerre dans les sociétés primitives». Εκδ.de l’aube, 2013. O γάλλος Pierre Clastres υπήρξε επιφανής ανθρωπολόγος-εθνολόγος.
4 Katérina Stenou: «Images de l’Autre. La différence: du mythe au préjugé». Εκδ. Seuil/UNESCO 1998, σελ. 13. Η Κατερίνα Στενού είναι συνεργάτιδα της UNESCO.
5 Αλεξάνδρα Τηλιγάδα: «Εθνική ταυτότητα, σχέση ετερότητας. Το παράδειγμα της Κύπρου» στο Δημήτρης Πλάντζος (επιμέλεια): Παγκοσμιοποίηση και Εθνική Κουλτούρα». Εκδ. Αλεξάνδρεια 2009, σελ. 70-71. Η Αλεξάνδρα Τηλιγάδα είναι Υπεύθυνη Ελληνικών Προγραμμάτων & Δημοσίων Σχέσεων του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη.
6 Jeffrey Stout: «Democracy & Tradition». Εκδ. Princeton University Press 2005, 78. Ο Jeffrey Stout είναι καθηγητής της θρησκείας. Ο “εξπρεσσιβισμός (expressivism)” είναι η θεωρία κατά την οποία οι ηθικές προτάσεις δεν περιγράφουν γεγονότα ή εκφράζουν αλήθειες, αλλά διατυπώνουν αξιολογικές κρίσεις.
7 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Η επινόηση της ετερότητας». Εκδ. Καστανιώτη 2010, σελ. 107.
8 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: στο ίδιο, σελ. 108.
9 Georges Bensoussan (συνέντευξη στον Alexandre Devecchio): «Nous assistons à l’émergence de deux peuples», στην εφημερίδα «Le Figaro» της 14ης Αυγούστου 2015.
10 Milena Doytcheva: «Le multiculturalisme», Εκδ. La Découverte 2011, σελ. 109. Η Milena Doytcheva είναι κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Λιλ-ΙΙΙ.
11 (Αναφέρεται στο) Jean-François Mattéi: «Le procés de l’Europe». Εκδ. Presses Universitaires de France (PUF) 2011, σελ. 120. Ο William Graham Summer είναι αμερικανός εθνολόγος.
12 Ηρόδοτος: «Ιστορία». Βιβλίο Γ’ «Θάλεια» 38 (μετάφραση: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου). Εκδ. Κάκτος 1994, σελ. 84-87.
13 Susan Buck-Morss: «Thinking Past Terror. Islamism and Critical Theory on the Left», ελληνική μετάφραση «Πέρα από τον Τρόμο. Ισλάμ, Κριτική Θεωρία και Αριστερά». Εκδ. Αλεξάνδρεια 2005, σελ. 67. Η Susan Buck-Morss είναι καθηγήτρια πολιτικής φιλοσοφίας και κοινωνικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Cornell. Επίσης, ο όρος “πραγματοποίηση” στο απόσπασμα που παρατίθεται θα πρέπει μάλλον να διαβαστεί ως “μετατροπή σε αντικείμενο” ή “θέαση ως αντικειμένου”.
14 Susan Buck-Morss: στο ίδιο, σελ. 24.
15 Susan Buck-Morss: στο ίδιο, σελ. 25.
16 Chahdortt Djavann: «Bas les voiles». Εκδ. Gallimard 2001, σελ. 39. Η Chahdortt Djavann είναι ιρανή συγγραφέας που έχει επιλέξει να ζει στη Γαλλία.
17 Νίκος Σαραντάκος: «Γλώσσα μετ’εμποδίων». Εκδ. του Εικοστού Αιώνα 2007, σελ. 156.
18 Jean Sevilla: «Le terrorisme intellectuel de 1945 à nos jours». Εκδ. Perrin/Collection Tempus 2004, σελ. 10. – Ο Jean Sevilla είναι γάλλος συγγραφέας.
19 Jean Sevilla: στο ίδιο, σελ. 10.
20 Pierre-André Taguieff: «Ποικιλομορφία και μιγαδοποίηση: ένας γάμος με ο ζόρι». «Νέα Εστία» - Τεύχος 1841-Φεβρουάριος 2011, σελ. 207. Ο Pierre-André Taguieff είναι γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός και διευθυντής ερευνών στο CNRS (Centre national de la recherche scientifique).
21 Abdelwahab Meddeb: «Pari de civilization». Εκδ. du Seuil 2009, σελ. 135-6. Ο Abdelwahab Meddeb είναι τυνήσιος συγγραφέας και πανεπιστημιακός.
22 Joumana Haddad: «I killed Shecherazade», γαλλική μετάφραση «J’ai tué Schéhérazade». Εκδ. Sindbad 2010, σελ. 23-4. Η Joumana Haddad είναι λιβανέζα δημοσιογράφος και συγγραφέας.
23 Daryush Shayegan: «Le regard mutilé». Εκδ. Albin Michel 1989, σελ 46. Ο ιρανός φιλόσοφος Daryush Shayegan υπήρξε καθηγητής της συγκριτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, πριν εγκατασταθεί στη Γαλλία.
24 Kamel Daoud: «Colonia. Il corpo delle donne e il desiderio di libertà di quegli uomini sradicati dalla loro terra», στην εφημερίδα «La Repubblica» της 10ης Ιανουαρίου 2016. Ο αλγερινός Kamel Daoud είναι (βραβευμένος) συγγραφέας και(;) δημοσιογράφος.
25 Sara Daniel: «L’islam et la gauche: Kamel Daoud, ne renoncez pas!», στην ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού «Le Nouvel Observateur» την 21η Φεβρουαρίου 2016. Η Sara Daniel είναι δημοσιογράφος. Daesh είναι το ακρωνύμια στα αραβικά του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Ανατολής.
26 Daryush Shayegan: «La lumière vient de l’Occident». Εκδ. de l’Aube 2001, σελ 46.
27 Jacques Julliard: «L’incendie antisémite», στο περιοδικό «Le Nouvel Observateur», τεύχος 2037/20-26.11.2003.
28 Pierre-André Taguieff: «Ο μεταναστευτισμός ή η τελευταία μοιρολατρική ουτοπία των πολιτικά ορθοφρονούντων». «Νέα Εστία» - Τεύχος 1846-Ιούλιος-Αύγουστος 2011, σελ. 120.
29 Raffaele Simone: «Il Mostro Mite. Perché l’Occidente non va a sinistra». Εκδ. Garzanti gli Elefanti Saggi 2010, σελ. 65. Ο Raffaele Simone είναι διαπρεπής ιταλός γλωσσολόγος και πολιτικο-κοινωνικός στοχαστής της αριστεράς.
30 Raffaele Simone: στο ίδιο, σελ. 66.
31 Raffaele Simone: στο ίδιο, σελ. 67.
32 Carlo Strenger: «Zivilisierte Verachtung», γαλλική μετάφραση «Le mépris civilisé». Εκδ. Belfont 2016, σελ. 47. Ο Carlo Strenger είναι ελβετο-ισραηλινός φιλόσοφος και καθηγητής της ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ-Αβίβ.
 

1 σχόλιο:

  1. Αυτό που ζούμε εμείς, όμως, παρά τη συνδρομή μας σαν λαός με κάθε μέσον στους λαθροεποίκους, είναι :
    - η προσπάθεια να μη γίνεται η πρωινή προσευχή στα σχολεία για να μη δυσανασχετούν τα μωαμεθανάκια.
    Μα εμείς βρισκόμαστε στον τόπο μας, εκείνα όχι, άρα;
    Αν πηγαίναμε εμείς στις ισλαμικές χώρες θα έκαναν κάτι τέτοιο;

    - ο αρχιεπίσκοπος έβγαλε από πάνω του τον σταυρό για να μιλήσει με τους εισβολείς.
    Αυτό δεν σημαίνει ότι παραδινόμαστε στα δικά τους ήθη-έθιμα-θρησκευτικά δεδομένα;

    Ας θυμηθούμε ότι η παραβίαση συνόρων είναι διεθνές, κολάσιμο έγκλημα.
    Πώς τα κατάφεραν κάποιοι που θησαυρίζουν από τους ανθρώπους αυτούς να μας "τυφλώσουν" σε σημείο που να ξεχνάμε την πρωταρχική υποχρέωσή μας για υπεράσπιση των Βωμών κι Εστιών;

    ΑπάντησηΔιαγραφή