Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΧΕΛΙΝΟΣ: Τα του Καίσαρος...

("Εφημερίδα του Κ.Σ.Μ."/Τεύχος 184/Οκτώβριος 2016)
 
Αναμφίβολα με την αποδοχή από τον Άρειο Πάγο της αναίρεσης (που είχε ασκήσει πρώην αντιεισαγγελέας και νυν εισαγγελέας του) του βουλεύματος που απάλλασσε από τις κατηγορίες τον πρώην Πρόεδρο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και δύο υφιστάμενούς του, αναζωπυρώθηκε η αντιδικία σχετικά με το έλλειμμα του 2009, τη σχέση του με το μνημονιακό καθεστώς και τις πολιτικές ευθύνες για τη διόγκωσή του.
Την εξέλιξη επιχείρησε να εκμεταλλευτεί η σημερινή κυβέρνηση (άλλωστε η εισαγγελέας ήταν της επιλογής της) τόσο για να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα (αντιστρέφοντας τη σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού) όσο και για να ενσπείρει ζιζάνια στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία την υποσκελίζει θεαματικά στις δημοσκοπήσεις. Στην προσπάθειά της βρήκε (πιθανόν ακούσιους) αρωγούς διάφορους αρθρογράφους και οικονομικούς αναλυτές που θέλησαν να την αντικρούσουν, αναδεικνύοντας τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κυβερνήσεων της πενταετίας 2004-2009 για το ξεστράτισμα της οικονομίας. Θεμιτή η προσπάθειά τους με εξαίρεση ένα σημείο: την (εσκεμμένη ή μη) απόκρυψη των ευθυνών των κυβερνήσεων της οκταετίας 1996-2004 (αλλά και προηγούμενων) για τις μετέπειτα εξελίξεις, τις οποίες (και ιδιαίτερα τον επικεφαλής των) “βγάζουν λάδι”. Κάνουν, όμως διπλό κακό με την παράλειψή τους, την οποία, ωστόσο, αποκαλύπτουν άθελά τους οι ίδιοι.
Οι ευθύνες των κυβερνήσεων Σημίτη δεν περιορίζονται στα σκάνδαλα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρον επικοινωνιακά οι σημερινοί κυβερνητικοί ολετήρες της χώρας. Ήταν πρωτοφανής η έκτασή τους και η φύση τους: από τις προμήθειες των εξοπλιστικών προγραμμάτων ως τις αθλητικές “παράγκες”. Ας μην λησμονείται, για παράδειγμα, ότι το σημερινό “ανάκτορο” της ποδοσφαιρικής ανομίας στήθηκε στα θεμέλια της τελευταίας, αφού παύθηκε ο μοναδικός επί των ημερών τους υπουργός που επιχείρησε να εξυγιάνει τον χώρο!
Η ευθύνη των κυβερνήσεων (και του επικεφαλής των) εκείνης της οκταετίας επεκτείνεται αφενός μεν στο ότι εφάρμοσαν και τότε πρακτικές που συνέχισαν οι διάδοχοί τους, αφετέρου δε – και κυρίως – διαμόρφωσαν συνθήκες νέας «δεξιάς παρένθεσης», οι οποίες συνέβαλαν δραστικά στον κατήφορο της χώρας.
Άλλωστε, το τελευταίο το είχαν επιχειρήσει με επιτυχία πριν από μία εικοσιπενταετία. Έτσι, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε χρεωθεί, για παράδειγμα, την απότομη επίδραση στον πληθωρισμό από την προσαρμογή των τιμολογίων των ΔΕΚΟ που είχαν παραμείνει αμετάβλητα επί μία οκταετία (και βάλε) παρά τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού (σε ορισμένες περιόδους μεγαλύτερα του 20%!), μία πολιτική που αφενός μεν εμπόδισε την ομαλή σταδιακή απορρόφηση αυξήσεων του κόστους παροχής των σχετικών υπηρεσιών, αφετέρου δε φόρτωσε τις ΔΕΚΟ με δάνεια για την κάλυψη των ελλειμμάτων που προκαλούσε. Η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. φορτώθηκε επικοινωνιακά και την αύξηση κατά 34% περίπου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) του δημοσίου χρέους λόγω της κατάπτωσης εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου κυρίως για τον δανεισμό ΔΕΚΟ κ.λπ. φορέων του ευρύτερου δημοσίου την προηγούμενη κυβερνητική περίοδο. Φαίνεται ότι η τότε “επιτυχία” παρακίνησε το “εκσυγχρονιστικό” ΠΑΣΟΚ να εξυφάνει ένα παρόμοιο σενάριο.
Η πρώτη υπονομευτική ενέργεια της τελευταίας κυβέρνησης Σημίτη υπήρξε η εξάντληση της τετραετίας. Το 2003-2004 ήταν ίσως η μοναδική φορά που θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη (έστω με ελληνικά κριτήρια) η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η αποφυγή των είχε μερικές ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες. Πρώτον, κατά το στάδιο διαμόρφωσης του τελικού Σχεδίου Αννάν για την επίλυση του Κυπριακού η χώρα ήταν απούσα και, αμέσως μετά τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά σε ένα εξάμβλωμα, στο οποίο είχαν ανατραπεί υπέρ των τουρκικών θέσεων οι μέχρι την προηγούμενη εκδοχή του ισορροπίες. Δεύτερον, η νέα κυβέρνηση αναγκάσθηκε να πορευτεί με τους υφιστάμενους μηχανισμούς στην οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς δεν υπήρχε χρόνος όχι μόνο για ενημέρωσή της, αλλά ακόμα και για οποιονδήποτε δειγματοληπτικό έλεγχο των όσων είχαν δρομολογηθεί. Τρίτον, εξαιτίας αυτής της πρεμούρας η νέα κυβέρνηση στερήθηκε την περίοδο χάριτος (των “εκατό πρώτων ημερών” όπως συνηθίζεται να αποκαλείται) για να πάρει, όπως κάθε κυβέρνηση, τα αναγκαία δραστικά νέα μέτρα για την εφαρμογή των εξαγγελιών της (χωρίς βέβαια αυτό να συνεπάγεται ότι θα τα έπαιρνε οπωσδήποτε και όλα υπό άλλες συνθήκες).
Η δεύτερη υπονομευτική ενέργεια ήταν το σύνολο των οικονομικών συνθηκών που είχε διαμορφώσει, οι οποίες καθιστούσαν απαγορευτική κάθε εξυγιαντική και αναπτυξιακή πολιτική από την νέα κυβέρνηση.
Κατά την οκταετία 1996-2004 των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ το δημόσιο χρέος περίπου διπλασιάστηκε ως απόλυτο ποσό. Λόγω, ωστόσο, των υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών της χώρας αυτή η αύξηση δεν εκφράστηκε και στην αποτίμησή του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Έτσι, όμως, η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 2004 ξεκίνησε με μεγαλύτερες υποχρεώσεις σε αποπληρωμή τόκων.
Παράλληλα, ήταν αναγκασμένη να εγγράψει μία αύξηση του δημοσίου χρέους που οφειλόταν σε πολιτικές των προηγουμένων κυβερνήσεων. Όπως γράφει άκρως επικριτικός της αναλυτής: «Κατά την οκταετία Σημίτη η Ελλάδα προχώρησε σε μεγάλες παραγγελίες οπλικών συστημάτων. Σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες η εγγραφή των εξοπλιστικών δαπανών στον προϋπολογισμό μπορεί να γίνει είτε κατά το έτος παραγγελίας είτε κατά το έτος παραλαβής των όπλων. Η κυβέρνηση Σημίτη, έχοντας επωμιστεί μεταξύ άλλων και την ευθύνη οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, προτίμησε τη δεύτερη επιλογή. Άλλωστε το ίδιο έκαναν οι περισσότερες κυβερνήσεις της ευρωζώνης.» Και (συμπτωματικά;) όλες ουσιαστικά οι παραλαβές είχαν προγραμματισθεί για μετά τις εκλογές του 2004! Έτσι: «Η κυβέρνηση Καραμανλή βρέθηκε αναγκασμένη να παραλάβει οπλικά συστήματα και να εγγράψει στους προϋπολογισμούς των ετών 2004-2007 εξοπλιστικές δαπάνες της τάξης των 10 δισ. ευρώ (πάνω από 2% του ΑΕΠ τον χρόνο). Με δαπάνη ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως “εγκλωβισμένη” στην εξυπηρέτηση αμυντικών παραγγελιών δεν περίσσευε παρά μόνο 1% για κοινωνικές παροχές προτού αγγίξει η κυβέρνηση το επιτρεπόμενο από τους ευρωπαϊκούς κανόνες όριο ελλείμματος ύψους 3% του ΑΕΠ.». Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή, με την δαμόκλειο σπάθη του εκλογικού συστήματος, το οποίο είχε ψηφίσει η τελευταία κυβέρνηση Σημίτη λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα και δυσκόλευε την αυτοδυναμία για να περιορίσει την ζωή της επόμενης κυβέρνησης σε περίπτωση νέων εκλογών, προέβη στην περιβόητη αναπροσαρμογή και μετέφερε στα προηγούμενα χρόνια την αύξηση του χρέους. Αυτό όμως δεν την απάλλαξε από την ανάγκη εξόφλησης του κόστους των οπλικών συστημάτων. «Στη συνέχεια άρχισαν να δανείζονται (πάνω από 10 δισ. ευρώ ως το 2008) για να πληρώσουν τα όπλα που παρελάμβαναν. Και τουλάχιστον άλλα τόσα για να χρηματοδοτήσουν παροχές.». Κατά έναν κάπως ουδέτερο σχολιαστή μάλιστα: «Για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, το οποίο είχε συσσωρευτεί, η κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 πλήρωσε 54,7 δισ. περισσότερα σε σχέση με την κυβέρνηση της περιόδου 1998-2003. Η ετήσια δημόσια δαπάνη την περίοδο 2004-2009 για τοκοχρεολύσια δανείων τα οποία είχαν συναφθεί σε προηγούμενες περιόδους ανήλθε κατά μέσο όρο σε 31,4 δισ. ευρώ ετησίως, έναντι 21,3 δις. ευρώ κατά την προηγούμενη περίοδο.». Φυσικά, η εξυπηρέτηση δημοσίου χρέους που έχουν δημιουργήσει προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο, αλλά ο κανόνας. Το ασυνήθιστο σε αυτήν την περίπτωση ήταν η (συντονισμένη;) ανάγκη μαζικής εγγραφής και εξυπηρέτησης χρέους, πέρα από τα συνήθη ποσά μάλιστα, μιας κυβέρνησης μετά από μία εκλογική αναμέτρηση.
Ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις Καραμανλή δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν την αναπτυξιακή πολιτική που βασιζόταν στις δημόσιες επενδύσεις, καθώς αυτές ήταν στην ουσία δεσμευμένες για εξόφληση της κατασκευής των ολυμπιακών έργων. Με αυτόν τον τρόπο η μεν επιρροή της σχετικής κατασκευαστικής δραστηριότητας επηρέασε θετικά το ΑΕΠ των προηγούμενων χρόνων, οι δε εκταμιεύσεις τον προϋπολογισμό των επόμενων! Έτσι, η επί των ημερών της νέα κυβέρνησης ονομαστική αύξηση του χρέους δεν μπορούσε να συγκαλυφθεί ως ποσοστιαίο μέγεθος με μία αύξηση του ΑΕΠ.
Από μία άλλη σκοπιά τώρα, της προσάπτεται ότι δεν συμπεριέλαβε στον υπολογισμό του χρέους ζημιογόνες επιχειρήσεις. Γράφει, λοιπόν, άλλος επικριτής της για την αναθεώρηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης: «… στον υπολογισμό συμπεριελήφθησαν 17 βαριά ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις και φορείς, όπως προβλεπόταν από τη μεθοδολογία ESA95 της Eurostat που ίσχυε από το 1996, οι κρατικές επιχορηγήσεις στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, κι άλλες δημοσιονομικές υποχρεώσεις, σύμφωνα πάντα με τους κανόνες της Eurostat. Αλλά δεν μπαίνει τον κόπο να διευκρινίσει αν αυτές οι δαπάνες δεν είχαν συμπεριληφθεί στον υπολογισμό του χρέους για πρώτη φορά το 2009 ή παραλείπονταν παραδοσιακά από τότε που θεσπίστηκαν οι σχετικοί κανόνες, δηλαδή το 1996, οπότε το ίδιο ένοχες ήταν όλες οι έκτοτε ελληνικές κυβερνήσεις.
Κοντολογίς, λοιπόν, οι κυβερνήσεις Σημίτη είχαν προετοιμάσει το έδαφος για τον εκτροχιασμό της οικονομίας τις ημέρες των διαδόχων των για να επανέλθουν εξαγνισμένες στην πηγή μιας πολιτικής Κανάθου. Όμως, η υπονόμευση μιας κυβέρνησης του αντιπάλου κόμματος μπορεί να αποφέρει κομματικά οφέλη. Αλλά έχει και κόστος. Το οποίο το πληρώνει η κοινωνία (η οποία ενδέχεται να έχει εξαπατηθεί ως προς το ποιος φταίει).
Βέβαια, οι ευθύνες των κυβερνήσεων Σημίτη δεν απαλλάσσουν τις κυβερνήσεις Καραμανλή από τις δικές τους ευθύνες για την (ανομολόγητη μεν, ουσιαστική δε) χρεοκοπία της χώρας επί των ημερών τους. Οι δεύτερες δεν επιχείρησαν να ανακόψουν τον κατήφορο. Είχαν δύο επιλογές: ή μία λαϊκίστικη πολιτική ή μία συνετή πολιτική. Η πρώτη θα κατέστρεφε την χώρα, η δεύτερη το κόμμα. Επέλεξαν να αποφύγουν τον αυτοχειριασμό. Αποκρύψανε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας από την κοινή γνώμη μέχρι την τελευταία στιγμή και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ή/και να διατηρήσουν εκλογικά ερείσματα με ένα (νέο) όργιο σπατάλης και παροχών.
Με ολέθριες για την κοινωνία συνέπειες. Γιατί, ανεξάρτητα από τον επιμερισμό των ευθυνών, το έλλειμμα του 2009 ήταν έλλειμμα και η κρίση που βρήκε την χώρα κρίση πατεντάτη!
 
Υ.Γ. Το ίδιο μονομερείς είναι και άλλες, υποδεέστερες σε σημασία, μομφές. Όπως, για παράδειγμα, η ανικανότητά των μετα-ολυμπιακών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Ορθόν. Αλλά την πρωταρχική ευθύνη την φέρουν αυτοί που δεν φρόντισαν να προγραμματίσουν τις μελλοντικές χρήσεις τους όταν τις σχεδίαζαν (με μόνη εξαίρεση μιας από αυτές που παραχωρήθηκε σκανδαλωδώς με ουσιαστικά φωτογραφικό διαγωνισμό).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου